Είκοσι χρόνια μετά τη μεταγραφή του στη Σεβίγια, ο Βασίλης Τσιάρτας μίλησε στο Sport24.gr για την τετραετή παραμονή του στην Ισπανία. Οι αναμνήσεις και τα σχόλια του τελευταίου μεγάλου δεκαριού, που λατρεύτηκε στην Ανδαλουσία ως ο "μάγος" με το "χρυσό αριστερό", σε μια Unique συνέντευξη στον Θανάση Κρεκούκια.
Ήταν Ιούλιος του 1996, όταν ένα πρωί χτύπησε το τηλέφωνο στο διαμέρισμα που μοιραζόμουν με δυο ακόμα συγκάτοικους στη Σεβίλλη. Στην άλλη άκρη ο Χουάντσο Σολίς, υπεύθυνος του γραφείου Τύπου των "νερβιονένσες" και καλός φίλος από το 1994 που είχαμε γνωριστεί, μου ανακοίνωσε ότι η Σεβίγια είχε έρθει σε συμφωνία με έναν Έλληνα παίκτη, τον Βασίλη Τσιάρτα, ο οποίος την επόμενη μέρα θα έφτανε στην πόλη για να υπογράψει το νέο του συμβόλαιο και να παρουσιαστεί επίσημα από τον σύλλογο. Η έκπληξή μου ήταν μεγάλη, η χαρά ακόμα μεγαλύτερη.
Εκείνα τα χρόνια στην πρωτεύουσα της Ανδαλουσίας, η παρουσία ενός Έλληνα, οποιουδήποτε, ήταν τόσο σπάνια όσο το να πέσει το θερμόμετρο κάτω από τους 40 βαθμούς το τρίμηνο του καλοκαιριού. Εκείνη την εποχή ήμασταν όλοι κι όλοι τέσσερις. Ο "σενιόρ Σκίπι" (ένας τύπος που εκτός των άλλων ανακατευόταν και με τα διοικητικά της Σεβίλλης), ο Στράτος (ιδιοκτήτης του ελληνικού εστιατορίου της πόλης), ένας ξεχασμένος ζωγράφος το όνομα του οποίου δεν θυμάμαι πια και η αφεντιά μου. Η τετράδα λοιπόν θα αποκτούσε και πέμπτο μέλος! Και σύντομα και έκτο. Και έβδομο, αφού λίγο αργότερα αφίχθησαν τόσο ο Πέτρος Μαρινάκης (επίσης μεταγραφή της Σεβίλλης) όσο και ο Βαγγέλης Κρύος, αυτός ο τελευταίος σε αναζήτηση ομάδας.
Για μένα, που κόντευα να ξεχάσω τα ελληνικά, αφού τα μιλούσα μόνο κάθε φορά που πήγαινα στο εστιατόριο του Στράτου για να απολαύσω τον μουσακά της μαμάς του, αυτό ήταν ευλογία! Θυμάμαι σαν να είναι τώρα, την άφιξη του Βασίλη στα γραφεία, την επίσημη παρουσίαση στους δημοσιογράφους, το "καλωσόρισες" που του είπα όταν μας σύστησε ο Χουάντσο και στη συνέχεια τον ενθουσιασμό των φιλάθλων που είχαν έρθει στο "Ραμόν Σάντσεθ Πιθχουάν", όταν είδαν τον "Γριέγο" να κάνει τα πρώτα του "τσαλιμάκια" με τη μπάλα, φορώντας πλέον τη φανέλα της νέας του ομάδας. Οι διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους σήκωνε τη μπάλα από το χορτάρι, είχαν χαζέψει τους πάντες. Από τότε πέρασαν είκοσι χρόνια, όμως τίποτα δεν ξεχάστηκε. Εγώ είχα την τύχη να τον απολαύσω για δυόμισι χρόνια σε αμέτρητα παιχνίδια, μέχρι το πρώτο μισό της τρίτης του σεζόν αφού μετά επέστρεψα στην Ελλάδα. Τον θυμάμαι να σταματάει τη μπάλα με το βελούδινο κοντρόλ του, να σηκώνει ψηλά το κεφάλι, να αναλύει μέσα σε δέκατα του δευτερολέπτου τις επιλογές του και να στέλνει με το μαγικό του αριστερό πόδι την πάσα διαβήτη εκεί ακριβώς που ήθελε, με ακρίβεια εκατοστού.
Θυμάμαι επίσης τον αθυρόστομο Καμάτσο σε μια προπόνηση να γυρίζει προς τη μεριά μου και να σφυρίζει εκνευρισμένος αλλά και με κρυφό θαυμασμό, "este hijo de puta los humilla a todos con sus jodidos regates" (αυτός ο .... τους ξεφτιλίζει όλους με τις γαμημένες του ντρίμπλες). Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι δεν τον ξέχασαν οι "σεβιγίστας". Γιατί ο Τσιάρτας υπήρξε το φωτεινό σημείο αναφοράς σε μια πολύ δύσκολη περίοδο για τον σύλλογο, από αυτές που οι φίλαθλοι πάντα θέλουν να λησμονούν. Ο "μάγος" υπήρξε ξεχωριστός και έλαμψε μέσα σε μια τετραετία κατά την οποία πρωταγωνίστησαν η οικονομική κακοδιαχείριση των διοικήσεων της Σεβίλλης και οι μέτριες έως κακές επιλογές στα μεταγραφικά. Ο Βασίλης Τσιάρτας κατάφερε τελικά κάτι που μπορούν να πετύχουν μόνο οι λίγοι και εκλεκτοί. Να χαρακτηρίσει ο ίδιος εκείνη την περίοδο. Γιατί σήμερα, είκοσι χρόνια μετά, όλοι θυμούνται με θαυμασμό και γνήσια φίλαθλη αγάπη τον Έλληνα με το "χρυσό αριστερό", τον παίκτη που στο τελείωμα της πρώτης σεζόν τους έδωσε ελπίδα και αξιοπρέπεια, που στην τρίτη σεζόν τους πήρε από το χέρι και τους ανέβασε στην Πριμέρα, που τους χάρισε θέαμα, φινέτσα, ποιότητα, προοπτική.
Με τον Βασίλη είχαμε να συναντηθούμε ακριβώς 18 χρόνια. Όλο αυτόν τον καιρό μιλήσαμε αρκετές φορές στο τηλέφωνο, όμως δεν είχαμε βρεθεί από κοντά. Όταν τον ρώτησα αν θα ήθελε να κάνουμε μια συνέντευξη για το πέρασμά του από τη Σεβίγια, δέχτηκε με προθυμία. Τον περίμενα μαζί με την φωτογράφο Αγγελική Καλαμαρά σε ένα καφέ στο Χαλάνδρι και η πρώτη του αντίδραση μόλις με είδε, ήταν "άσπρισες"! Εκείνος όμως έχει μείνει ίδιος και απαράλλαχτος. Αν φορούσε τη φανέλα που είχε φέρει μαζί του για την φωτογράφηση, θα ήταν ίδιος όπως τότε, που έβγαινε από τη φυσούνα του "Σάντσεθ Πιθχουάν", προκαλώντας πανδαιμόνιο στις κερκίδες, από το πέταλο των "μπίρις" μέχρι τα επίσημα.
Στη μια ώρα που ακολούθησε, ξετυλίξαμε μαζί το κουβάρι των αναμνήσεων για εκείνα τα τέσσερα χρόνια, αλλά μιλήσαμε και για το "θαύμα" της Σεβίλλης που επακολούθησε, για την Πριμέρα και την Πρέμιερ, τη Ρεάλ και την Μπαρτσελόνα, τον Μέσι και τον Κριστιάνο, την οργάνωση των ακαδημιών, την ποδοσφαιρική φιλοσοφία της Ισπανίας, τη χρυσή μπάλα, τον Τσάβι και τον Λουίς Ενρίκε, τον θαυματουργό Μόντσι, τους πρώην συμπαίκτες του, τους αγαπημένους του προπονητές, τα ευρωπαϊκά κύπελλα, τον Χούλιο Ιγκλέσιας και το χαμόν "πάτα νέγρα", το κορυφαίο του ματς, τις ιδανικές του ενδεκάδες, την υστεροφημία και την αναγνώριση, την συγκίνηση και το παντοτινό δέσιμο με τον σύλλογο της Ανδαλουσίας. Κυρίες και κύριοι, το Sport24.gr σας παρουσιάζει τον "μάγο" Βασίλη Τσιάρτα!
- Ας ξεκινήσουμε με το πώς άρχισαν οι επαφές με την Σεβίλλη και πώς ολοκληρώθηκε τελικά η μεταγραφή
"Οι πρώτες επαφές έγιναν τη σεζόν 1995-96, ύστερα από τα παιχνίδια της Σεβίλλης με τον Ολυμπιακό για το κύπελλο UEFA. Οι άνθρωποι του ισπανικού συλλόγου μου είχαν πει τότε ότι είχαν πάει να φάνε σε ένα εστιατόριο και τους άκουσε ένας σερβιτόρος να μιλάνε για τον Καραπιάλη. Τους είπε τότε, ποιον Καραπιάλη, πηγαίνετε στην ΑΕΚ να δείτε έναν παίκτη που έχει και θα με θυμηθείτε! Κάπως έτσι ξεκίνησε το ενδιαφέρον και μετά αρχίσαμε να συζητάμε, αν θυμάμαι καλά τον Νοέμβριο είχαν έρθει ο Ροσέντο Καμπέθας και ο Ρομπέρτο Αλές, μέσω ενός τύπου που μίλαγε ισπανικά και τους είχε φέρει σε επαφή μαζί μου, γιατί τότε δεν υπήρχε ούτε ίντερνετ ούτε τίποτα. Κινητά είχαμε, αλλά το όλο θέμα ήταν να βρεθεί ο τρόπος επικοινωνίας. Ήρθαν δυο τρεις φορές οι άνθρωποι, για να με δούν και να μιλήσουν μαζί μου και τελικά αποφάσισαν να δαπανήσουν 500 εκατομμύρια δραχμές τότε, για να με πάρουν στη Σεβίλλη. Τότε ήταν που είχε ξεκινήσει και η υπόθεση με τον Μπόσμαν που άνοιξε την αγορά και αυτό σίγουρα βοήθησε πάρα πολύ".
- Τί σου έκανε εντύπωση μόλις έφτασες στη Σεβίλλη;
"Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα τη δυνατότητα να ενημερωθώ, γιατί φοβόμουν μη μαθευτεί, έπρεπε να κρατήσω τις συνομιλίες επτασφράγιστο μυστικό. Δεν ήξερα που πήγαινα. Για να είμαι ειλικρινής, μια φορά μόνο είχα δει στην τηλεόραση στιγμιότυπα από την άφιξη του Μαραντόνα το '92, που παιζόταν παντού, σε όλα τα κανάλια. Αυτό ήταν όλο. Δεν γνώριζα τίποτα για την πόλη, δεν μπορούσα να συγκεντρώσω πληροφορίες, ούτε καν ήξερα πού πάω. Ευτυχώς η Σεβίλλη ήταν και είναι καταπληκτική και είπα οκ, είναι ένα μέρος στο οποίο μπορείς να ζήσεις ευχάριστα. Και μετά έμεινα τέσσερα χρόνια εκεί".
- Ποιες ποδοσφαιρικές διαφορές συνάντησες εκεί με το "καλημέρα";
"Το πρώτο σοκ, ήταν ότι κάναμε πρωινές προπονήσεις συνέχεια, κάτι το οποίο στην Ελλάδα γινόταν μόνο όταν είχαμε διπλές. Εκεί δουλεύαμε συνέχεια πρωί και αν κάποια φορά χρειαζόταν, κάναμε και απογευματινή. Αυτό μου πήρε χρόνο να το συνηθίσω. Τώρα σε ότι αφορά στο θέμα δουλειάς κλπ, το ποδόσφαιρο και το πρωτάθλημά τους ήταν σίγουρα δυο-τρεις ταχύτητες πάνω, οπότε έπρεπε να προσαρμοστώ ανάλογα. Στο να γίνει αυτό γρήγορα, βοήθησαν σίγουρα η ποιότητα και η τεχνική μου. Και από εκεί και πέρα, δουλεύαμε πάρα πολύ, ενώ και οι εντάσεις ήταν επίσης πολύ διαφορετικές".
Τμήμα της μαρμάρινης πλάκας που βρίσκεται έξω από την είσοδο των αποδυτηρίων της Σεβίλλης με τους 100 κορυφαίους παίκτες στην ιστορία του συλλόγου. Μαραντόνα, Σούκερ, Σαμοράνο, Πόλστερ, Ουνθουέ (ο σημερινός βοηθός του Λουίς Ενρίκε στην Μπαρτσελόνα), Τσιάρτας (οι Ισπανοί το απλοποίησαν σε Τσάρτας)
- Το ξεκίνημα με τον Καμάτσο στον πάγκο δεν ήταν καλό.
"Ήταν ο πρώτος προπονητής που είχα στη Σεβίλλη, αλλά σίγουρα το παιχνίδι που είχε στο μυαλό του ο Καμάτσο, δεν είχε τόσο πολύ τα δικά μου χαρακτηριστικά. Ήταν ένας πιο αμυντικογενής προπονητής, ήθελε η ομάδα να είναι σφιχτή, να τρέχουν και οι έντεκα παίκτες πίσω από την μπάλα, γενικότερα ήθελε έναν πιο συγκεκριμένο τρόπο παιχνιδιού. Σίγουρα αυτό έπαιξε ρόλο στο να μη με βλέπει τόσο θετικά όπως κάποιους άλλους παίκτες που ήξερε καλά, επίσης είχε και τις κόντρες του με τον τότε πρόεδρο Ντε Κάλδας, ήταν εκείνη η χρονιά περίεργη. Είχα πει, θα φύγω από την Ελλάδα να πάω στη Σεβίλλη, αλλά δεν περίμενα να αντιμετωπίσω προβλήματα με τις πληρωμές. Το να μην παίζεις, να μην πληρώνεσαι, να ζεις σε μια ξένη χώρα χωρίς να ξέρεις τη γλώσσα, όλα αυτά με το καλημέρα, μου δημιούργησαν μεγάλο πρόβλημα. Συν κάποιες αντιδράσεις δικές μου που στον κόσμο "χτύπησαν" διαφορετικά. Πάντως στη συνέχεια η σχέση μου με τον Καμάτσο εξελίχθηκε πολύ καλά, ήταν αυτός άλλωστε που το 1999 είχε πει στους υπεύθυνους της Ρεάλ να με πάρουν".
- Πώς εξελίχθηκε στη συνέχεια η πρώτη σεζόν;
"Όταν έφυγε ο Καμάτσο, είχε έρθει ο Μπιλάρδο, ο οποίος με τη σειρά του αναχώρησε μετά από μερικές εβδομάδες και στη συνέχεια ανέλαβε την ομάδα ο Χουλιάν Ρούβιο της Σεβίγια Β, ο οποίος με πίστεψε, μου έδωσε χρόνο συμμετοχής, με καθιέρωσε στην ενδεκάδα και αυτό ήταν κάτι το οποίο και εγώ από την πλευρά μου το ανταπέδωσα. Θυμάμαι, τους τελευταίους δυο μήνες είχα βάλει 8 γκολ. Και είχα πάρει τον Μάιο και τον Ιούνιο το βραβείο της Marca που την ίδια χρονιά ανάμεσα σε άλλους, το είχαν πάρει οι Ριβάλντο, Ρονάλντο και Ραούλ. Ήταν δυο συνεχόμενοι μήνες που έβγαινα καλύτερος παίκτης της Πριμέρα. Βέβαια είχαμε πέσει κατηγορία και αυτό ήταν ένα χτύπημα σημαντικό, από το οποίο έπρεπε να συνέλθουμε. Η καινούργια χρονιά ξεκίνησε με την ομάδα να έχει χτιστεί γύρω από μένα, ήμουν ένας από τους ποδοσφαιριστές που όλοι περίμεναν να συμβάλλω στο να επανέλθει η Σεβίγια στην Πριμέρα, αν και τελικά δεν τα καταφέραμε εκείνη τη σεζόν".
- Η παρουσία του Μαρινάκη και του Κρύου σε βοήθησε στο ξεκίνημα;
"Ο Βαγγέλης ήταν μόνο στην αρχή, σύντομα πήγε στη Θέουτα, είχαμε μια επαφή εκείνα τα χρόνια. Ο Πέτρος σίγουρα ήταν θετικό ότι ήταν στην ομάδα μαζί. Είχα έναν Έλληνα για να μπορώ να μιλάω τουλάχιστον και αυτό με βοήθησε αρκετά, γιατί και τον Στράτο που είχε το ελληνικό εστιατόριο άργησα να τον γνωρίσω, τέτοια εποχή ήταν περίπου, στις γιορτές. Είχα αρχίσει και μαθήματα δυο-τρεις μήνες για να πάρω μπρος με τη γλώσσα. Εκείνο που αποδείχτηκε καθοριστικό με τα ισπανικά, ήταν ότι δεν φοβόμουν να κάνω λάθος. Σίγουρα έκανα συχνά λάθη, αλλά είχα πάντοτε τη βοήθεια από τους συμπαίκτες μου, που με διόρθωναν".
Με την ιστορία της Sevilla FC σε κόμικ (φυσικά υπάρχει και ο ίδιος μέσα)
- Στο τέλος της σεζόν 1997/98, όταν δεν μπορέσατε να επιστρέψετε στην Πριμέρα, βρέθηκες σχεδόν με τα δυο πόδια στην Ράθινγκ του Σανταντέρ μαζί με τον Σάλβα Μπαγέστα.
"Ήταν όλα κλεισμένα, τα πάντα. Είχαμε πάει στο Σανταντέρ, είχαμε συμφωνήσει, είχαν συμφωνήσει και οι δυο σύλλογοι για τα χρήματα που θα έπαιρνε η Σεβίλλη, όλα κανονισμένα. Χάλασε όμως λόγω του προπονητή που είχαμε τότε, του Φερνάντο Κάστρο Σάντος. Την ημέρα που η ομάδα θα έφευγε για προετοιμασία, ήμουν στο λεωφορείο περιμένοντας να δω τί θα γίνει στη σύσκεψη που είχαν στα γραφεία ο προπονητής και οι διοικούντες. Και τότε, τελευταία στιγμή, ο Κάστρο είπε την θεϊκή ατάκα: εάν φέρετε έναν παρόμοιο, τότε δώστε τον. Οι άνθρωποι της Σεβίλλης απάντησαν ότι για να βρεθεί παίκτης ανάλογης αξίας έπρεπε να δοθούν χρήματα που δεν υπήρχαν και έτσι η μεταγραφή ναυάγησε. Η αλήθεια είναι ότι με πείραξε πάρα πολύ το γεγονός εκείνο, με χάλασε αρκετά, πήγα χωρίς όρεξη στην προετοιμασία και γενικά ήταν οι πρώτοι έξι μήνες που η ομάδα δεν πήγαινε καλά και ήμουν ξενερωμένος με τη συνολική κατάσταση. Μέχρι που τον Δεκέμβριο ήρθε ο Μάρκος Αλόνσο μαζί με τον Πρόφε Ορτέγα που είναι σήμερα στην Ατλέτικο Μαδρίτης και μεγαλουργεί και πραγματικά χαίρομαι για την εξέλιξή του".
- Με τον Μάρκος Αλόνσο επανήλθε και η όρεξή σου για μπάλα;
"Δεν θα έλεγα ότι ήρθε η όρεξη, πιο πολύ ο Μάρκος εστίασε στο ψυχολογικό κομμάτι, δηλαδή να με τσιγκλίσει για να πάρω μπρος. Θυμάμαι, τότε που ήρθε, μας είχε καλέσει στο σπίτι του ο πρόεδρος Καριόν για φαγητό. Εγώ ήμουν πολύ απομονωμένος, συμμετείχα για να συμμετέχω. Και εκεί άρχισε να μου λέει, πρέπει να πάρεις πάνω σου την ομάδα, είχα 4 γκολ τότε και η ομάδα ήταν 12η και μου είχε πει αν βάλεις 12 γκολ θα σου δώσω 50 εκατομμύρια πεσέτες. Του λέω Μάρκο μου, μη με βάζεις σε τέτοια διαδικασία, δεν έχω πολλή όρεξη, ούτε τα 50 ούτε τα 100 εκατομμύρια είναι που κοιτάω αυτή τη στιγμή. Δεν έχω διάθεση, έχω ξενερώσει. Και τέλος πάντων, άρχισε σιγά σιγά να δουλεύει πάνω σ' αυτό το κομμάτι, αλλάξαμε τρόπο προπόνησης, αρχίσαμε να δουλεύουμε πιο ταχυδυναμικά κι αυτό βοήθησε πάρα πολύ την ομάδα να πάρει πάνω της. Με τα ψέματα φτάνω τα 12 γκολ και μου λέει αν τα κάνεις 16, θα σου δώσω τα 50 εκατομμύρια. Του λέω καλά, άσε με τώρα που είμαι εντάξει, να συνεχίσουμε έτσι, να πηγαίνουμε καλά και βλέπουμε. Τα λεφτά δεν με απασχολούν αυτή τη στιγμή. Τελικά έπιασα τα 18 γκολ και καταφέραμε από 12οι να παίζουμε το μπαράζ ανόδου με τη Βιγιαρεάλ!"
- Και πώς προέκυψε το ιδιωτικό αεροπλάνο;
"Είχαμε παίξει στη Μάλαγα ένα ματς, πριν μπούμε στην τετράδα, κερδίσαμε 0-1, είχε ανέβει ήδη η Μάλαγα με 15-20 βαθμούς διαφορά, αλλά το γήπεδο έβραζε λόγω της αντιπαλότητας που υπάρχει. Γιατί για όσους δεν το γνωρίζουν, η Σεβίλλη είναι η μισητή ομάδα της Ανδαλουσίας. Είμαστε λοιπόν σε ένα ξενοδοχείο έξω από τη Μάλαγα, έχουμε καθίσει στο λόμπι και συζητάμε εγώ, ο Μάρκος Αλόνσο, κάποιοι άλλοι συμπαίκτες και ο Ερμίνιο που ήταν τότε οικονομικός διευθυντής. Κι εκεί πάνω στην κουβέντα που με πειράζανε, γυρίζω και του λέω, κοίταξε να δεις, εγώ την ομάδα θα στην ανεβάσω, απλά μια και είναι και ο Ερμίνιο εδώ παρών, θέλω να δεσμευτείς για κάτι γιατί σ' έχω αφήσει πολύ στο καλαμπούρι. Μου λέει τί και του απαντάω, εφόσον ανέβουμε θα μου πληρώσεις ένα ιδιωτικό αεροπλάνο να με πάει στην Ελλάδα. Θα σου κοστίσει πολύ λιγότερο από τα 50 εκατομμύρια που θες να μου δώσεις, αλλά δεσμεύσου εδώ, μπροστά σε όλους. Και όντως το έκανε. Παίζουμε στη Μάλαγα, αυτή ήταν από τις τελευταίες αγωνιστικές, είχαμε ένα-δυο παιχνίδια ακόμα.
Πέτυχα το γκολ με πέναλτι, θυμάμαι είχε τραυματιστεί ο Μόντσι στην προθέρμανση, πέταξαν έναν αναπτήρα και του άνοιξε το κεφάλι. Μια κατάσταση έξω από το γήπεδο λες και η Μάλαγα έπαιζε το παιχνίδι της ζωής της, πραγματικά τρομακτικό. Τελικά κερδίσαμε 0-1 και ύστερα, στο πρώτο ματς του μπαράζ στο Βιγιαρεάλ, πέτυχα τα δυο γκολ με το δεξί και μια εβδομάδα αργότερα, που ήταν ο επαναληπτικός, εγώ είχα κάνει όλες τις ενέργειες για το ταξίδι. Νικήσαμε και στην έδρα μας, 1-0 με φάουλ δικό μου και κεφαλιά του Κεβέδο γύρω στο 56'-60' και ανεβήκαμε. Αυτό όμως που μου είχε μείνει τότε με την Βιγιαρεάλ, ήταν ένα χρόνο πριν, όταν είχε γεννηθεί η Έλενα, η κόρη μου, που είχα χάσει ένα πέναλτι στο 90' και ήρθαμε 0-0. Αν είχαμε κερδίσει εκείνο το παιχνίδι, θα πλησιάζαμε στην κορυφή και θα διεκδικούσαμε την άνοδο, αλλά δεν τα καταφέραμε και υπήρχε μια espina clavada που λένε και οι Ισπανοί (σ.σ. απωθημένο), για να πάρω τη ρεβάνς. Μετά ακολούθησε η φιέστα για την άνοδο, περνάγαμε από τους δρόμους με το λεωφορείο, αυτό το αγγλικό, το ανοιχτό από πάνω και είχα πίσω μου τον Μάρκος και του λέω, να σου πω, εγώ αύριο περνάω από τα γραφεία και μου λέει, εντάξει, είναι όλα κανονισμένα για το αεροπλάνο, το είπαμε, τέλος".
- Στη συνέχεια "έδειξες" τον σωστό δρόμο για τις μεταγραφές που χρειάζονταν, αλλά δεν σε άκουσαν...
"Αφού ανεβήκαμε κατηγορία, πριν φύγω για διακοπές, μίλησα με τον Μάρκος Αλόνσο, με τον οποίο είχα εξαιρετική σχέση και του είπα δεν ξέρω τι θα κάνεις, αλλά αυτούς τους τρεις παίκτες πρέπει να κοιτάξεις να τους φέρεις γιατί θα μας βοηθήσουν πάρα πολύ. Τους Μακάι, Μπαράχα και Φόρτσουν. Βέβαια, μετά από χρόνια, όταν βρεθήκαμε και μιλήσαμε, μου είχε πει, Βασίλη δεν μπορούσα να κάνω τίποτα με όλη αυτή την ιστορία, ειλικρινά σου μιλάω. Ήταν τότε ο Ερμίνιο Μενέντεθ με τον Πάκο Κασάλ που διαχειρίστηκαν τις μεταγραφές και δυστυχώς ήρθαν μέτριοι παίκτες, αν εξαιρέσεις τον Ολιβέρα που είχε ποιότητα και με τον οποίο μπορούσες να συνεργαστείς καλά. Ο Σαλαγέτα ήταν ένας παίκτης που τότε ακόμα έβγαινε, πολύ δυνατό παιδί, αλλά δεν είχε τη δυνατότητα να κάνει μεγάλα πράγματα. Οι υπόλοιποι που είχαν έρθει, ο Οτέρο, ο Ποδεστά, ο Σίλβα κλπ ήταν παιδιά που δεν είχαν το επίπεδο για να ανταποκριθούν σε μια ομάδα όπως η Σεβίλλη. Ο Ποδεστά μόνο, ήταν πολύ δυναμικός, πολύ τρεχαλατζής, αλλά μέχρι εκεί. Η ομάδα χρειαζόταν ποιότητα, εγώ ήξερα ότι θα πάμε σε ένα στιλ παιχνιδιού πιο πολύ με αντεπιθέσεις. Ο Μακάι έπαιζε στην Τενερίφη και ήταν ένας παίκτης που μου είχε κάνει τεράστια εντύπωση. Η ρήτρα του ήταν στο 1,2 δις πεσέτες και η ομάδα προτίμησε να αποκτήσει τον Οτέρο με 900 εκατομμύρια πεσέτες, δηλαδή για 300 εκ. δεν πήραμε έναν ποδοσφαιριστή που πραγματικά θα μας βοηθούσε και δεν χρειάζεται να πούμε τί έκανε στη συνέχεια ο Μακάι στην Ντέπορ, Μπάγερν Μονάχου κλπ."
- Το καλοκαίρι του 1999 ενδιαφέρθηκε για σένα η Ρεάλ Μαδρίτης.
"Ναι, πράγματι, υπήρξε ενδιαφέρον και κάποιες διερευνητικές επαφές. Ο Καμάτσο ήταν εκείνος που με πρότεινε. Απόλυτα τιμητικό για μένα κι ας μην προχώρησε τελικά. Μετά, μέσα σ΄εκείνη τη χρονιά που ήταν η τελευταία μου, ο πρόεδρος Καριόν με κάλεσε να ανανεώσω με τη Σεβίλλη. Εγώ δεν ήθελα, γιατί ήξερα τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα του συλλόγου, έβλεπα και ότι η κατάσταση δεν έδειχνε να έχει κάποια προοπτική αλλαγής, ο Καριόν όμως επέμενε και με είχε φωνάξει στα γραφεία. Είχε μείνει όλη η κουβέντα εκεί, περνάγανε όλη την πίεση πάνω μου, ότι εγώ δεν θέλω κλπ. Αποφάσισα λοιπόν, γνωρίζοντας ότι δεν είχαν τη δυνατότητα να ανταποκριθούν, να ζητήσω ένα τέτοιο ποσό, στο οποίο η διοίκηση θα έλεγε σίγουρα όχι. Και λέω στον πρόεδρο το ποσό και μου δίνει το χέρι και έμεινα... μαλάκας. Μετά δεν μπορούσα να κάνω κάτι, αναγκαστικά ανανέωσα. Ήταν σοβαρά χρήματα, πολύ κοντά στα ποσά που μου έδιναν άλλες ομάδες που ενδιαφέρονταν να με αποκτήσουν όπως η Θέλτα και η Σανταντέρ. Και βγαίνοντας από τα γραφεία είπα, αφού θα 'λεγες που θα 'λεγες ένα νούμερο, πες το να πάει στο θεό και τέλος!"
- Τελικά ο κακός προγραμματισμός στον σχεδιασμό της ομάδας, έφερε έναν ακόμα υποβιβασμό.
"Σίγουρα έγιναν λάθη στο πώς θα έπρεπε να στηθεί η ομάδα και με ποιον τρόπο θα έπρεπε να γίνουν πολλά άλλα πράγματα, αλλά δυστυχώς η Σεβίλλη πήρε μπρος αφότου έφυγα και μετά. Κι εγώ κάπου απογοητεύτηκα, να στο πω έτσι, ειδικά τον τελευταίο χρόνο που ξαναπέσαμε στη Β' Εθνική. Βέβαια ήταν κοινή παραδοχή ότι ο υποβιβασμός ήρθε λόγω διαιτητικών αποφάσεων, μας είχαν στερήσει περίπου είκοσι βαθμούς, από τους οποίους αν είχαμε τους δέκα θα είχαμε σωθεί, αλλά ήταν λάθη καραμπινάτα που τα είχαν παραδεχτεί όλοι. Έφυγα όχι με πολύ καλή διάθεση. Είχα και το πρόβλημα εδώ με το στρατιωτικό που έπρεπε να γυρίσω, δεν γινόταν δηλαδή άλλο, δεν με βοηθούσε και το κράτος να μπορέσω να συνεχίσω έξω. Ξέρεις, όλα αυτά τα "ανέβα-κατέβα", σε φέρνουν σε μια περίεργη κατάσταση. Η ομάδα δεν μπορούσε να συνεχίσει να πληρώνει στη Β' Εθνική το συμβόλαιο που είχα κι εγώ δεν κοίταξα να βρω κάποια ομάδα εκεί για να πάω δανεικός ένα χρόνο. Από μια πλευρά, ήθελα να γυρίσω και στην Ελλάδα. Δεν ήταν χρόνια εύκολα. Ειδικά τα δυο χρόνια στην Σεγούντα ήταν πάρα πολύ δύσκολα, οφείλω να το ομολογήσω".
Στο προπονητικό κέντρο της Σεβίλλης. Αριστερά ο Μόντσι, δεξιά ο Τσιάρτας
- Νιώθεις ότι στην Ισπανία ωρίμασες;
"Στην Ισπανία ωρίμασα, βελτιώθηκα, άλλαξα, ήρθα εδώ μετά και μου φαίνονταν όλα εύκολα, αλλά σίγουρα θα μπορούσα και καλύτερα. Ξέρεις, παίζουν πολλά ρόλο. Και ο μάνατζερ που έχεις κι εγώ τότε αυτό το κομμάτι με τους μάνατζερ δεν το ήξερα καλά. Με είχαν προσεγγίσει κάποιοι, ήμουν λίγο δύσκολος. Εντάξει, έγιναν λάθη και από την πλευρά μου, δεν το αρνούμαι αυτό. Δεν μπορώ να πω ότι έκανα και τις καλύτερες των επιλογών αλλά δεν μπορώ να είμαι κι αχάριστος, γιατί κατάφερα αρκετά στην καριέρα μου. Τώρα που καθόμαστε και συζητάμε, δεν αρνούμαι ότι θα μπορούσαν να έχουν εξελιχθεί πολύ διαφορετικά διάφορα πράγματα".
- Διατηρείς επαφές με παλιούς συμπαίκτες σου;
"Πριν λίγες μέρες είδα τον Λόρεν. Είχε έρθει εδώ επειδή είναι μάνατζερ κάποιων παικτών του ΠΑΟΚ και είχε ανέβει στη Θεσσαλονίκη για να δει το ΠΑΟΚ-Ατρόμητος. Φεύγοντας για Ισπανία, συναντηθήκαμε στο αεροδρόμιο, τα είπαμε λίγο, εν τάχει. Έχω επικοινωνία με τον Λόρεν, με τον Αλφρέδο Σανταελένα, με τον Μόντσι έχουμε κρατήσει επαφή, με τον Μάρκος Αλόνσο μιλάμε. Αλλά και στην Ισπανία συναντώ αρκετούς και τα λέμε".
- Μιας και τον ανέφερες, μεγάλη περίπτωση αυτός ο Μόντσι.
"Δεν ξέρω τί έχει, το κοκαλάκι της νυχτερίδας; Αναλαμβάνει, τρέχει πολλά πράγματα και δεν είναι μόνο ότι του βγαίνει ό,τι αγοράζει και το πουλάει μετά χρυσό, είναι και ότι όσοι έφυγαν και πήγαν έξω, δεν πέτυχαν όλοι 100%. Αλλά ό,τι πάει στη Σεβίλλη, γίνεται ανεκτίμητης αξίας και αναρωτιόμαστε όλοι πώς είναι δυνατόν. Ε, κι όμως, όλη αυτή η δουλειά που έχει γίνει τα τελευταία 16 χρόνια, έχει αποφέρει αυτούς τους καρπούς και έχει κάνει τη Σεβίλλη να είναι παράδειγμα".
- Πώς ένιωσες όταν αντιμετώπισες στην Πριμέρα ομάδες όπως η Ρεάλ και η Μπαρτσελόνα;
"Πρόκειται για δυο ομάδες που και από πλευράς τίτλων και από πλευράς πρεστίζ και από πλευράς πολλών άλλων καταστάσεων, είναι τελείως ξεχωριστές. Η αλήθεια είναι ότι από τον πρώτο χρόνο κατάφερα και απομυθοποίησα όλη αυτή την κατάσταση. Κάποτε τους βλέπαμε από εδώ και λέγαμε πω πω τί είναι αυτοί. Αλλά όταν πας εκεί και ενημερώνεσαι σε καθημερινή βάση, διαβάζεις, συναντάς, βλέπεις ότι και αυτοί είναι σαν και σένα, από κρέας και από κόκκαλο, πλέον μένει να μπεις μέσα και να τους κοιτάξεις στα μάτια. Αυτό το πράγμα βοήθησε πάρα πολύ. Εντάξει, σίγουρα νιώθεις ένα δέος με όλη αυτή την ιστορία. Και όταν τις αντιμετωπίζεις στο γήπεδό σου και κυρίως εκτός έδρας, εντάξει τί να συζητάμε τώρα, να μπαίνεις στο Καμπ Νόου και στο Μπερναμπέου, είναι κάτι το μοναδικό.
Με την ευκαιρία, να σου αναφέρω ένα περιστατικό που αφορά τον σεβασμό και την εκτίμηση που μου είχαν στην Ισπανία. Είχαμε πάει μαζί με τον Αλέξη Σπυρόπουλο να κάνουμε ένα Ρεάλ - Μπαρτσελόνα πριν δυο χρόνια αν θυμάμαι καλά, όταν είχε αναλάβει ο Λουίς Ενρίκε. Ήμασταν στο "Μπερναμπέου" κάτω και κοιτούσαμε έξω από το γήπεδο. Βγαίνοντας, με είδε ο Τσάβι και ήρθε κατευθείαν να με χαιρετήσει. Ο Λουίς Ενρίκε είχε πάει μέσα στο γήπεδο, συζητούσε με τους παίκτες και αυτός γυρνώντας, με είδε και ήρθε να με χαιρετήσει. Όχι όμως χαιρετισμός γεια-γεια, αλλά σαν να γνωριζόμαστε χρόνια. Και αυτά τα πράγματα ξέρεις, σε συγκινούν, σε κάνουν να λες, πώς είναι δυνατόν μετά από τόσα χρόνια, κι όμως, αυτό το πράγμα που έζησα στην Ισπανία και ζω ακόμη, είναι μοναδικό. Με κάνει και νιώθω πάρα πολύ όμορφα".
- Πιστεύεις ότι η Μπαρτσελόνα του Γουαρδιόλα είναι μια από τις κορυφαίες ομάδες στην ιστορία του ποδοσφαίρου;
"Αναμφισβήτητα. Καταρχήν μπήκαν οι βάσεις για να βλέπουμε ποδόσφαιρο διαφορετικής οπτικής. Και συνεχίζεται αυτό, με μια παρένθεση του Τάτα Μαρτίνο που πήρε την ομάδα και δεν μπόρεσε να σηκώσει το βάρος της παρακαταθήκης του Γουαρδιόλα, μετά πιο εύκολα κόλλαγε ο Λουίς Ενρίκε, γιατί είχε δουλέψει στη δεύτερη ομάδα, ήξερε τη φιλοσοφία, είχε συχνή συνεργασία με τον Πεπ και απλά έβαλε δυο τρεις πινελιές, δεν πήγε να αλλάξει πολλά πράγματα".
- Ποια είναι η γνώμη σου για την οργάνωση των ακαδημιών στην Ισπανία;
"Από πλευράς οργάνωσης και ακαδημιών, δεν είναι ότι και οι Ισπανοί συνολικά βρίσκονται στην απόλυτη κορυφή. Πρόσφατα διάβασα σε μια έρευνα που έγινε, ποιες ομάδες συγκαταλέγονται ανάμεσα στις κορυφαίες των ακαδημιών και ο Άγιαξ είναι στο νούμερο ένα. Σίγουρα είναι και οι ισπανικές ομάδες ψηλά, αλλά αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία, είναι ο τρόπος που δουλεύουν με τους μικρούς. Βάζουν κάθε ηλικία να βρίσκεται στο "κόκκινο" και όταν δουν ότι έχουν να κάνουν με περιπτώσεις που μπορούν να εξελιχθούν, τους βάζουν μέσα και από τα 17, 18 τους χρόνια, τους δίνουν την ευκαιρία γιατί κακά τα ψέματα, στις προπονήσεις κανείς δεν έκανε καριέρα, όλοι διαμορφώνονται μέσα από τα παιχνίδια. Αυτό για τους Ισπανούς είναι φυσιολογικό, ένας παίκτης που στην Ισπανία θα παίξει στα 18 του, στην Ελλάδα μπορεί να παίξει 21 χρονών. Και αυτή η διαφορά των τριών χρόνων, είναι πολύ σημαντική γιατί καθυστερεί την εξέλιξη και την καριέρα ενός ποδοσφαιριστή".
- Πάμε στο κλασικό ερώτημα της εποχής. Μέσι ή Κριστιάνο;
"Γενικά είμαι κατά των συγκρίσεων. Αλλά για μένα ο Μέσι είναι πιο ολοκληρωμένος ποδοσφαιριστής. Θα ασπαστώ αυτό που είπε πρόσφατα ο Καπέλο, ότι ο Κριστιάνο έχει γίνει αυτό που είναι, μέσα από δουλειά. Όμως ο Μέσι είναι το φυσικό ταλέντο που βλέπεις ότι έχει πάρα πολλές επιλογές, δεν έχει πρόβλημα να αντιμετωπίσει κλειστές άμυνες, ανοιχτές άμυνες, έχει μια ελευθερία κινήσεων που του δίνει τη δυνατότητα και να δημιουργεί και να εκτελεί. Για μένα έχει περισσότερα χαρακτηριστικά από τον Κριστιάνο σε ό,τι αφορά συνολικά το παιχνίδι. Και ο Κριστιάνο βέβαια δεν είναι αμελητέα περίπτωση, αλλά πιστεύω ότι ο Μέσι είναι κάτι το μοναδικό".
- Σε ποιον θα έδινες φέτος τη Χρυσή Μπάλα;
"Δεν θεωρώ τη Χρυσή Μπάλα δίκαιη. Υπάρχουν πολλοί ποδοσφαιριστές που θα άξιζαν να την πάρουν. Δεν το θεωρώ δίκαιο και θα σου πω και κάτι. Ένας παίκτης ο οποίος σημάδεψε την εποχή της μεγάλης Μπαρτσελόνα αλλά και της Εθνικής Ισπανίας, ήταν ο Τσάβι. Και δεν την πήρε. Οπότε καταλαβαίνεις ότι αυτός ο θεσμός αδικεί περιπτώσεις ποδοσφαιριστών, οι οποίοι έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στο σύγχρονο ποδόσφαιρο, δηλαδή Τσάβι, Ινιέστα κλπ. Βλέπεις λοιπόν ότι δεν λειτουργεί σωστά, οπότε προσωπικά δεν το ασπάζομαι. Όπως και στα πρωταθλήματα ο πρωταθλητής είναι ένας, έτσι κι εδώ ένας θα είναι ο νικητής. Εγώ έχω αλλού τις προτιμήσεις μου: γενικότερα στο τί ποδόσφαιρο θέλω να βλέπω, τι με εκφράζει περισσότερο, την ποικιλία που βλέπω μέσα σε ένα παιχνίδι, τις τακτικές που αλλάζουν, το πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί μια δυσκολία που προκύπτει είτε πριν από έναν αγώνα είτε στη διάρκειά του, το πώς θα αντιδράσει μια ομάδα όταν βρεθεί σε κακή μέρα, το πώς θα διαχειριστεί ένα κακό αποτέλεσμα".
Στιγμιότυπο από ντέρμπι της Σεβίλλης. Ο Τσιάρτας έχει ισοφαρίσει 1-1 με πέναλτι μέσα στο γήπεδο της Μπέτις και πανηγυρίζει μαζί με τον Νικολάς Ολιβέρα, τον οποίο ο "μάγος" έχει χαρακτηρίσει ως τον καλύτερο συμπαίκτη που είχε στη Σεβίλλη (27/2/2000)
- Ποιος ήταν ο πιο δύσκολος αντίπαλος που είχες;
"Υπήρχαν πολλοί και δύσκολοι. Αυτό που μπορώ να σου πω με σιγουριά, είναι ότι η χρονιά που ανεβήκαμε στην Πριμέρα, αποδείχτηκε για μένα πάρα πολύ δύσκολη. Και αυτό γιατί με έπαιζαν σχεδόν όλοι μαν του μαν. Είχα δει πέρυσι στη Λάρισα έναν πρώην ποδοσφαιριστή της Οσασούνα που έπαιζε και στην Λας Πάλμας και μου έλεγε χαρακτηριστικά, μας είχες ξεσκίσει, ενώ εμείς παίζαμε έναν τρόπο παιχνιδιού άλφα, ο προπονητής είχε αλλάξει όλο το σύστημα, όλη τη δομή που είχαμε, εστιάζοντας στο πώς θα σταματήσουμε εσένα. Και ήρθες, μας έβαλες και γκολ, κέρδισες και μετά λέγαμε εντάξει, γιατί το κάναμε αυτό; Θα σου πω ένα πράγμα μόνο και πραγματικά το εννοώ. Πήγαινα για ύπνο και νόμιζα ότι με μάρκαρε κάποιος. Δεν με άφηναν να κάνω βήμα. Νερό πήγαινα να πιω κι ο άλλος ήταν δίπλα μου. Τόσο πολύ. Η Σεγούντα της Ισπανίας που πολλοί τη θεωρούν εύκολη, είναι πάρα πολύ δύσκολη κατηγορία".
- Ποιο θεωρείς κορυφαίο πρωτάθλημα, την Πριμέρα ή την Πρέμιερ;
"Πιστεύω ότι η Πριμέρα είναι ένα πρωτάθλημα στο οποίο βλέπεις τα πάντα. Στην Πρέμιερ, αν εξαιρέσεις πέντε έξι ομάδες, αυτές δηλαδή που έχουν αρκετούς ξένους και έχουν αλλάξει τον τρόπο παιχνιδιού τους, οι υπόλοιπες διατηρούν τον παλιό κλασικό αγγλικό τρόπο παιχνιδιού, δηλαδή δύναμη, πολύ τρέξιμο και λίγα πράγματα από ποιότητα. Πιστεύω όμως ότι στην Ισπανία το ποδόσφαιρο έχει μεγαλύτερη ποικιλία, θα μπορούσα να πω ότι υπάρχουν πολλές, διαφορετικές ιδιότητες. Και βέβαια, ένα ακόμα μεγάλο συν της Πριμέρα είναι ότι εκεί αγωνίζονται οι καλύτεροι. Αλλά και από τις επιτυχίες στα ευρωπαϊκά Κύπελλα αν το εξετάσεις, δεν υπάρχει σύγκριση. Οι ισπανικοί σύλλογοι μονοπωλούν εδώ και χρόνια τους τίτλους και αυτό σίγουρα κάτι λέει. Όχι μόνο για τους συλλόγους που παίρνουν τα τρόπαια, αλλά και για την συνολική παρουσία των ισπανικών ομάδων που φτάνουν μέχρι τις προημιτελικές και ημιτελικές φάσεις στην Ευρώπη".
Κόντρα στον Ράισιγκερ, στο κορυφαίο παιχνίδι του (σύμφωνα με τον ίδιο) με τη φανέλα της Σεβίλλης. Σεβίγια - Μπαρτσελόνα 3-2 με ανατροπή από 1-2 και δυο ασίστ του "μάγου". (11/12/1999)
- Ποιο θεωρείς το κορυφαίο σου παιχνίδι με τη φανέλα της Σεβίλλης;
"Το Σεβίλλη - Μπαρτσελόνα 3-2, στην τελευταία χρονιά μου. Χάναμε 1-2, αλλά το γυρίσαμε. Είχα βγάλει δυο ασίστ, είχα κάνει εκείνη τη μέρα πραγματικά φοβερό παιχνίδι, με Γουαρδιόλα απέναντι, Φίγκο, Ριβάλντο, Ντε Μπουρ και τον Φαν Χάαλ προπονητή. Εκεί καταφέραμε και κερδίσαμε ένα ματς που ήταν πραγματικά επικό. Θυμάμαι σε εκείνο το παιχνίδι είχα βαρεθεί να βγάζω τετ α τετ. Εκείνον τον Χουάν Κάρλος τον έβγαλα πόσες φορές, τον Σαλαγέτα επίσης. Είχα τόση ελευθερία, ο Γουαρδιόλα με μάρκαρε από απόσταση, που έπαιρνα τη μπάλα και έλεγα πάρε συ πάρε και συ. Έπρεπε να βάλουμε δέκα γκολ, βάλαμε τρία, πάλι καλά!"
- Ο καλύτερος συμπαίκτης σου και ο καλύτερος προπονητής σου;
"Ο Νικολάς Ολιβέρα ήταν ένας παίκτης με τον οποίο καταλαβαινόμασταν πολύ καλά, είχαμε άψογη συνεργασία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν συνέβαινε το ίδιο και με τα άλλα παιδιά. Σε ότι αφορά τον προπονητή, δεν θα τον πω καλύτερο, αλλά εκείνος ο οποίος ήξερε πραγματικά πώς να με διαχειριστεί, γι' αυτό πήρε και ό,τι καλύτερο είχα, ήταν ο Μάρκος Αλόνσο".
- Αν ήσουν το δεκάρι σε μια ενδεκάδα, ποιοι θα ήθελες να είναι οι υπόλοιποι δέκα που θα σε πλαισίωναν; Και ποιος θα ήθελες να είναι ο προπονητής;
"Νομίζω το πιο σωστό είναι να φτιάξω δυο ενδεκάδες. Μια με παίκτες της εποχής μου από όλον τον κόσμο και μια με παίκτες με τους οποίους υπήρξα συμπαίκτης στη διάρκεια της καριέρας μου. Και στις δυο περιπτώσεις το σύστημα θα ήταν 4-2-3-1. Ας πάμε στην πρώτη. Τερματοφύλακας ο Φαν ντερ Σάαρ, δεξί μπακ ο Βασίλης Μπορμπόκης, αριστερό ο Ρομπέρτο Κάρλος, στόπερ οι Μαλντίνι και Μπαρέζι, αμυντικά χαφ οι Γουαρδιόλα και Βιεϊρά, αριστερά ο Ζιντάν, δεξιά ο Φίγκο, στην επίθεση ο Ρονάλντο (ο Βραζιλιάνος, το φαινόμενο) και πίσω του εγώ, στη θέση του mediapunta. Στον πάγκο θα ήθελα τον Βιθέντε ντελ Μπόσκε.
- Πριν λίγα χρόνια είχα βρεθεί στο προπονητικό κέντρο της Μπαρτσελόνα και είχα μιλήσει με τον Χουάν Κάρλος Ουνθουέ, ο οποίος με είχε θυμηθεί από τότε που παίζατε μαζί στη Σεβίλλη και μου είχε πει να σου δώσω τα πιο θερμά του χαιρετίσματα, σχεδόν συγκινημένος όταν μιλούσε για σένα.
"Ξέρεις, αυτά είναι τα πιο όμορφα. Με τον Λουίς Ενρίκε έχω επικοινωνία, με τον Χουάν Κάρλος δεν έχει τύχει να μιλήσω όλα αυτά τα χρόνια, αλλά θέλω κάποια στιγμή μέσα στην καινούργια χρονιά να κάνω ένα πέρασμα για δέκα μέρες από Βαρκελώνη, Μαδρίτη, Σεβίλλη, να πάω να δω τις προπονήσεις τους. Να έρθω σε επαφή με τον Λουίς Ενρίκε, να δω τον τρόπο με τον οποίο δουλεύει, να πάω μετά στην Ατλέτικο Μαδρίτης να δω και εκεί μερικές προπονήσεις, είναι ο Πρόφε εκεί που μου έχει μεγάλη αδυναμία, τον είχα συναντήσει πριν δυο χρόνια. Θέλω να περάσω και από τη Ρεάλ αν έχω τη δυνατότητα, για να παρακολουθήσω λίγο και τον Ζιντάν και να καταλήξω στη Σεβίλλη για να δω τον Σαμπαόλι και όλους τους υπόλοιπους".
- Το 2011 ήσουν επίσημος προσκεκλημένος του Ντελ Νίδο και αποθεώθηκες από ολόκληρο το "Σάντσεθ Πιθχουάν" τη στιγμή της βράβευσης σου. Πώς ένιωσες και πώς είναι να σε αποκαλούν ακόμα και σήμερα "μάγο";
"Δεν περιγράφονται αυτά τα συναισθήματα, είναι κάτι το οποίο δεν είναι εύκολο να το ζήσεις. Πολύ περισσότερη αξία έχει για το γεγονός ότι ήταν δύσκολη περίοδος. Τα τέσσερα χρόνια δεν ήταν εύκολα και το ότι με αναγνώρισε ο κόσμος και με ψήφισε μέσα στους 100 καλύτερους ποδοσφαιριστές που έχουν περάσει στην ιστορία της Σεβίλλης, λέει πάρα πολλά. Αυτό το πράγμα που ακόμα και σήμερα βιώνω και ζω, δεν υπάρχει, δεν μπορώ να το περιγράψω, είναι συγκλονιστικό. Είναι συγκινητικό, είναι τιμητικό, ακόμα και σήμερα που μιλάω με αρκετούς από εκεί, όχι μόνο στη Σεβίλλη, αλλά γενικότερα, να με αποκαλούν "la zurda de oro" (σ.σ. το χρυσό αριστερό). Αυτό το πράγμα δεν λέγεται εύκολα. Δε λένε ας πούμε το καλό παιδί, σου λένε ότι ήταν το πόδι σου από χρυσάφι. Με όλα αυτά και φυσικά με το "el Mago", καταλαβαίνεις ότι άφησες κάτι δυνατό, έντονο, το οποίο είναι δύσκολο να σβήσει. Θα πρέπει να περάσουν πάρα πολλά χρόνια, να αλλάξουν πολλές γενιές και πάλι δεν ξέρω αν θα χαθεί, αλλά είναι κάτι το οποίο εμένα πραγματικά με συγκλονίζει".
Στο "Ραμόν Σάντσεθ Πιθχουάν", στη βράβευσή του από τον πρόεδρο της Σεβίλλης, Χοσέ Μαρία ντελ Νίδο (Μάιος 2011)
- Όταν το 1996 είχα έρθει για πρώτη φορά στο σπίτι σου, στο Μοντεκίντο, είχα εντυπωσιαστεί βλέποντας ολόκληρη κυριολεκτικά τη δισκογραφία του Χούλιο Ιγκλέσιας.
"Ο Χούλιο είναι λατρεμένος, τον ακούω ακόμα και σήμερα, και μάλιστα δεν στο κρύβω, το λέω τώρα και συγκινούμαι, είναι κάποια τραγούδια του που με κάνουν και κλαίω, όπως το Por un poco de tu amor, το Preguntale, το Ni te tengo ni te olvido και άλλα. Δεν τον έχω δει ζωντανά και το θέλω πολύ. Είναι ο τραγουδιστής, ο οποίος σε ό,τι κατάσταση και αν είμαι, με παίρνει και με πηγαίνει εκεί που πρέπει".
- Σου αρέσει η ισπανική κουζίνα;
"Το χαμόν, όταν είναι και pata negra, είναι κάτι το μοναδικό. Συνολικά σαν κουζίνα, εμείς έχουμε σαφώς περισσότερη ποικιλία και ποιότητα. Αλλά έχω μεγάλη αδυναμία στο pescado a la sal (σ.σ. ψάρι στο φούρνο αλατισμένο)".
- Θεωρείς ότι υπήρξες το κορυφαίο δεκάρι της γενιάς σου στην Ελλάδα;
"Θεωρώ ότι ήμουν ένας παίκτης που λάτρευα το θέαμα, λάτρευα το ωραίο επιθετικό ποδόσφαιρο, από κει και πέρα δεν είμαι εγώ αυτός που θα μιλήσει για μένα. Θέλω να πιστεύω ότι κατάφερα να πετύχω σημαντικά πράγματα, αλλά σίγουρα θα μπορούσα να πάω ακόμα καλύτερα. Το γεγονός ότι ο κόσμος ακόμα με αναγνωρίζει, αυτό με τιμά πολύ, με κάνει και νιώθω πολύ όμορφα και πιστεύω λέει και πάρα πολλά".
- Τελευταία ερώτηση. Η Σεβίλλη βρίσκεται πάντα μέσα στην καρδιά σου;
"Εννοείται. Όταν κάποιοι σε έχουν στην καρδιά τους, δεν μπορείς να μην τους έχεις κι εσύ..."