Υπάρχουν πολλά αφιερώματα για τον Ντιέγκο Μαραντόνα. Η συντριπτική πλειοψηφία αναφέρεται στην ποδοσφαιρική του ιδιοφυία, στην προσωπική του ζωή και στους δαίμονες που τον κυνηγούσαν, στις εξαρτήσεις του και σε συγκρίσεις με άλλους μεγάλους του ποδοσφαίρου. Υπάρχουν και κάποια κείμενα, ή επισημάνσεις μέσα σε κείμενα, που αναφέρονται στις πολιτικές του προτιμήσεις, στις κοινωνικές του ευαισθησίες και στη στάση του απέναντι στα προβλήματα που αντιμετώπιζε η πατρίδα του, η Αργεντινή.
Γράφει ο Βαγγέλης Χωραφάς
Για ολόκληρο τον 20ό αιώνα, έναν αιώνα μεγάλων κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών, υπήρξε πάντα μία ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα στο ποδόσφαιρο και στην πολιτική. Και η πολιτική και το ποδόσφαιρο, μπορεί να δημιουργήσουν πολύ ισχυρά πάθη και να προκαλέσουν τη φαντασία, δύο τάσεις που μπορεί να συναντηθούν σε πολλές περιπτώσεις. Στην περίπτωση του Μαραντόνα, αυτή η συνάντηση ήταν εκπληκτική και τον εμφάνιζε σαν έναν χαρακτήρα του μαγικού ρεαλισμού, του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ή του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, μία συνάντηση που δεν ξεκαθάριζε το πού αρχίζει το ποδόσφαιρο και τελειώνει η πολιτική, ή το αντίστροφο.
Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΗΓΕΤΕΣ ΤΟΥ
Ο Ντιέγκο Μαραντόνα ήταν ένας κοινωνικός ηγέτης. Ο μόνος από τον χώρο του αθλητισμού που ακολούθησε την ίδια πορεία ─στην πραγματικότητα ξεκίνησε την πορεία του πριν από τον Μαραντόνα─ ήταν ο Μοχάμεντ Άλι. Δύο μεγάλοι πρωταθλητές, οι οποίοι περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, κατανοούσαν και ζούσαν το άθλημά τους όχι μόνο με όρους ανταγωνισμού και κατάκτησης της νίκης. Και οι δύο ήθελαν να αφήσουν το αποτύπωμά τους και χρησιμοποιούσαν το ποδόσφαιρο και την πυγμαχία για να επικοινωνούν. Και στάθηκαν πάντα στην πλευρά των πιο αδύναμων.
Ο Μοχάμεντ Άλι το 1960 ήταν ακόμη ο Κάσιους Κλέι από το Λούισβιλ, ένας 18χρονος με εκπληκτικά αθλητικά προσόντα, ο οποίος φορώντας τα χρώματα της αστερόεσσας κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ήταν γνωστός για την εκρηκτικότητά του, την ανυπέρβλητη αυτοπεποίθησή του και την ρυθμικότητα των κινήσεών του, αλλά όχι για την πολιτική του θέση. Μέχρι το 1964 ήταν ο παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών. Το 1964 ήταν επίσης η χρονιά που προσχώρησε στο Έθνος του Ισλάμ ─που καθοδηγούσε ο Μάλκολμ Χ─ και άλλαξε το όνομα του σε Μοχάμεντ Άλι. Η κίνηση αυτή σοκάρισε ένα μεγάλο μέρος λευκών Αμερικανών που παρακολουθούσαν την καριέρα του, αλλά δεν συγκρίνεται με την αντίδραση, όταν ο Άλι αρνήθηκε να καταταγεί στον αμερικανικό Στρατό το 1967, επικαλούμενος τα θρησκευτικά του πιστεύω και την αντίθεσή του στον πόλεμο του Βιετνάμ. Και στον πυρήνα αυτής της αντίθεσης υπήρξε η ταυτότητά του, σαν μαύρου μουσουλμάνου άντρα στην Αμερική.
Ο Άλι ήταν τόσο αποφασισμένος να υπερασπιστεί αυτά που πίστευε, όσο ήταν αποφασισμένος να κυριαρχεί επί των αντιπάλων του στο ρινγκ. Αλλά αντί για 15 γύρους, αυτός ο αγώνας διήρκεσε 3,5 χρόνια και είχε ένα βαρύ τίμημα, που κανένας σημερινός αθλητής δεν θα μπορούσε να διανοηθεί. Το αμερικανικό κατεστημένο του αφαίρεσε τον τίτλο του, του απαγόρευσε να πυγμαχεί και του στέρησε κάθε πηγή εισοδήματος, σε μία ηλικία των 25-28 ετών που θεωρείται η πιο παραγωγική για έναν αθλητή.
Πριν από αυτόν, μαύροι αθλητές όπως ο Τζέσε Όουενς και ο άσος του μπέιζμπολ Τζακ Ρόμπινσον, αναγκάστηκαν να κάνουν σημαντικές υποχωρήσεις για να συνεχίσουν να αγωνίζονται στο ανώτατο επίπεδο, συμβιβαζόμενοι με το ότι αντιπροσώπευαν ένα ανεκτό επίπεδο του μαύρου χρώματος για τους λευκούς οπαδούς. Μετά από αυτόν, ο δρόμος είχε ανοίξει. Το 1968, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μεξικού οι σπρίντερς Τόμι Σμιθ και Τζον Κάρλος, ύψωσαν τη γροθιά τους στην τελετή ανάκρουσης του εθνικού ύμνου των ΗΠΑ.
Ο αγώνας του Μοχάμεντ Άλι δεν έγινε εύκολα κατανοητός και αποδεκτός. Για να κερδίσει τη διεθνή αποδοχή και να γίνει ένα μέρος της ιστορίας, χρειάστηκε ─ενάντια σε όλες τις προβλέψεις-να νικήσει τον Τζορτζ Φόρμαν στο Ζαΐρ το 1974 εφαρμόζοντας την τακτική rope a dope─ σε έναν αγώνα που οι στοιχηματικές εταιρείες έδιναν αποδόσεις 40:1 εναντίον του.
Ο Μαραντόνα κατάλαβε πολύ νωρίς σε ποιο μέρος του κόσμου είχε γεννηθεί. Αν έχεις γεννηθεί και μεγαλώσει στην Villa Fiorito, το μέλλον σου έχει προκαθοριστεί. Είτε θα ξοδέψεις τη ζωή σου αγωνιζόμενος για το μεροκάματο, είτε θα κάνεις άλλες επιλογές. Αυτή η κατάσταση δημιούργησε πολύ θυμό στον Μαραντόνα, που τον εκτόνωνε σε μία μακροχρόνια καριέρα, σε αντίθεση με τον συμπατριώτη του Κάρλος Μονσόν ─επίσης τεράστιο αθλητή─ που τον εκτόνωνε στο ρινγκ. Με αυτά τα δεδομένα, όταν υπέγραψε στα 16 το πρώτο του συμβόλαιο με την Αρχεντίνος Τζούνιορς, αυτό που είχε σημασία ήταν ότι θα μπορούσε να συμβάλλει στα οικονομικά της οικογένειας. Η κοινωνική κατάσταση της οικογένειάς του, την είχε οδηγήσει στην υποστήριξη του περονισμού, που ήταν το πρώτο κίνημα του οποίου τα κοινωνικά μηνύματα θα επηρέαζαν τον νεαρό Μαραντόνα. Με αυτά τα δεδομένα, ήταν φυσιολογικό η πρώτη του ομάδα να είναι η Μπόκα Τζούνιορς, η κατεξοχήν ομάδα του λαού στην Αργεντινή.
Ο Μοχάμεντ Άλι το 1960 ήταν ακόμη ο Κάσιους Κλέι από το Λούισβιλ, ένας 18χρονος με εκπληκτικά αθλητικά προσόντα, ο οποίος φορώντας τα χρώματα της αστερόεσσας κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ήταν γνωστός για την εκρηκτικότητά του, την ανυπέρβλητη αυτοπεποίθησή του και την ρυθμικότητα των κινήσεών του, αλλά όχι για την πολιτική του θέση. Μέχρι το 1964 ήταν ο παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών. Το 1964 ήταν επίσης η χρονιά που προσχώρησε στο Έθνος του Ισλάμ ─που καθοδηγούσε ο Μάλκολμ Χ─ και άλλαξε το όνομα του σε Μοχάμεντ Άλι. Η κίνηση αυτή σοκάρισε ένα μεγάλο μέρος λευκών Αμερικανών που παρακολουθούσαν την καριέρα του, αλλά δεν συγκρίνεται με την αντίδραση, όταν ο Άλι αρνήθηκε να καταταγεί στον αμερικανικό Στρατό το 1967, επικαλούμενος τα θρησκευτικά του πιστεύω και την αντίθεσή του στον πόλεμο του Βιετνάμ. Και στον πυρήνα αυτής της αντίθεσης υπήρξε η ταυτότητά του, σαν μαύρου μουσουλμάνου άντρα στην Αμερική.
Ο Άλι ήταν τόσο αποφασισμένος να υπερασπιστεί αυτά που πίστευε, όσο ήταν αποφασισμένος να κυριαρχεί επί των αντιπάλων του στο ρινγκ. Αλλά αντί για 15 γύρους, αυτός ο αγώνας διήρκεσε 3,5 χρόνια και είχε ένα βαρύ τίμημα, που κανένας σημερινός αθλητής δεν θα μπορούσε να διανοηθεί. Το αμερικανικό κατεστημένο του αφαίρεσε τον τίτλο του, του απαγόρευσε να πυγμαχεί και του στέρησε κάθε πηγή εισοδήματος, σε μία ηλικία των 25-28 ετών που θεωρείται η πιο παραγωγική για έναν αθλητή.
Πριν από αυτόν, μαύροι αθλητές όπως ο Τζέσε Όουενς και ο άσος του μπέιζμπολ Τζακ Ρόμπινσον, αναγκάστηκαν να κάνουν σημαντικές υποχωρήσεις για να συνεχίσουν να αγωνίζονται στο ανώτατο επίπεδο, συμβιβαζόμενοι με το ότι αντιπροσώπευαν ένα ανεκτό επίπεδο του μαύρου χρώματος για τους λευκούς οπαδούς. Μετά από αυτόν, ο δρόμος είχε ανοίξει. Το 1968, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μεξικού οι σπρίντερς Τόμι Σμιθ και Τζον Κάρλος, ύψωσαν τη γροθιά τους στην τελετή ανάκρουσης του εθνικού ύμνου των ΗΠΑ.
Ο αγώνας του Μοχάμεντ Άλι δεν έγινε εύκολα κατανοητός και αποδεκτός. Για να κερδίσει τη διεθνή αποδοχή και να γίνει ένα μέρος της ιστορίας, χρειάστηκε ─ενάντια σε όλες τις προβλέψεις-να νικήσει τον Τζορτζ Φόρμαν στο Ζαΐρ το 1974 εφαρμόζοντας την τακτική rope a dope─ σε έναν αγώνα που οι στοιχηματικές εταιρείες έδιναν αποδόσεις 40:1 εναντίον του.
Ο Μαραντόνα κατάλαβε πολύ νωρίς σε ποιο μέρος του κόσμου είχε γεννηθεί. Αν έχεις γεννηθεί και μεγαλώσει στην Villa Fiorito, το μέλλον σου έχει προκαθοριστεί. Είτε θα ξοδέψεις τη ζωή σου αγωνιζόμενος για το μεροκάματο, είτε θα κάνεις άλλες επιλογές. Αυτή η κατάσταση δημιούργησε πολύ θυμό στον Μαραντόνα, που τον εκτόνωνε σε μία μακροχρόνια καριέρα, σε αντίθεση με τον συμπατριώτη του Κάρλος Μονσόν ─επίσης τεράστιο αθλητή─ που τον εκτόνωνε στο ρινγκ. Με αυτά τα δεδομένα, όταν υπέγραψε στα 16 το πρώτο του συμβόλαιο με την Αρχεντίνος Τζούνιορς, αυτό που είχε σημασία ήταν ότι θα μπορούσε να συμβάλλει στα οικονομικά της οικογένειας. Η κοινωνική κατάσταση της οικογένειάς του, την είχε οδηγήσει στην υποστήριξη του περονισμού, που ήταν το πρώτο κίνημα του οποίου τα κοινωνικά μηνύματα θα επηρέαζαν τον νεαρό Μαραντόνα. Με αυτά τα δεδομένα, ήταν φυσιολογικό η πρώτη του ομάδα να είναι η Μπόκα Τζούνιορς, η κατεξοχήν ομάδα του λαού στην Αργεντινή.
Ο ΜΑΡΑΝΤΟΝΑ ΩΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΗΓΕΤΗΣ
Όταν έφτασε στην Ευρώπη, ο πρώτος σταθμός ήταν η Βαρκελώνη. Παρά το ότι η Μπαρσελόνα εξέφραζε το στρατόπεδο των δημοκρατικών στον ισπανικό εμφύλιο και παρά το ότι το ζήτημα της ανεξαρτησίας της Καταλωνίας ήταν ανοικτό, δεν δημιουργήθηκε το κατάλληλο κλίμα ενσωμάτωσης στο σύνολο. Και αυτό γιατί ομάδες Καταλανών εθνικιστών τον θεωρούσαν ποδοσφαιριστή-μισθοφόρο που δεν ταίριαζε στα στερεότυπά τους. Ο σοβαρός τραυματισμός του από τον Άντονι Γκοϊκοετσέα της Αθλέτικ Μπιλμπάο, του έδωσε την ευκαιρία να ξεφύγει από το περιβάλλον της Βαρκελώνης, που δεν μπορούσε να του δώσει πολλά, αλλά ούτε και ο ίδιος να ανταποδώσει.
Συνάντησε την πολιτική σε μία πόλη και σε μία ομάδα που βρίσκονταν πάντα στο περιθώριο. Όταν έφτασε στη Νάπολη στην κυβέρνηση βρίσκονταν η «πεντακομματική» ─μία κυβέρνηση των κεντροαριστερών και κεντροδεξιών κομμάτων, με τους Τζούλιο Αντρεότι, Μπετίνο Κράξι, Κιριάκο Ντε Μίτα, Αρνάλντο Φορλάνι και Τζιοβάνι Σπαντολίνι που διατηρήθηκε στην εξουσία την περίοδο 1981-1991─ και η ίδια η πόλη βρίσκονταν σε καλύτερη κατάσταση από ότι στο παρελθόν. Για λόγους κομματικών συσχετισμών, η πόλη είχε αποκτήσει ειδικό βάρος στον ιταλικό Νότο, υπήρχε η Banco di Napoli και ο ικανός Έντζο Σκότι ως δήμαρχος. Ο τελευταίος κατάλαβε αμέσως το τι θα σήμαινε η έλευση του Μαραντόνα στην πόλη και έκανε τα πάντα για την απόκτησή του.
Ωστόσο, ο Μαραντόνα ενσωμάτωσε μέσα του το άλλο πρόσωπο της πόλης, αυτό της φτώχιας και της δυστυχίας, των ανθρώπων που αντιμετώπιζαν το δικό του δίλημμα όταν ήταν νέος ─ είτε θα ξοδέψεις τη ζωή σου παλεύοντας για το μεροκάματο είτε θα κάνεις άλλες επιλογές.
Στις δεκαετίες του ’60, του 70 και του ’80 είχε ξεκινήσει ο αγώνας για τον παγκόσμιο Νότο και ο Μαραντόνα έμπαινε στον αγώνα αυτόν, ως ηγέτης. Αργεντινή, Νάπολη, Κούβα. Μετέφερε την πόλη στους ώμους του και την οδήγησε στη νίκη. Η Νάπολη δεν είχε νικήσει ποτέ πριν από αυτόν και δεν έχει νικήσει ακόμη, μετά από αυτόν. Ήταν ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης. Κάποτε ο Μάσιμο Ντ’ Αλέμα, μία μέτρια προσωπικότητα της Αριστεράς, παρά το ότι έγινε ο πρώτος Ιταλός πρωθυπουργός που προέρχονταν από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας, είχε δηλώσει ότι «η κεφαλή του τραπεζιού είναι εκεί που κάθομαι εγώ». Αυτό ακριβώς έκανε και ο Μαραντόνα. Η Νάπολη έγινε η πρωτεύουσα της Ιταλίας, γιατί αυτός ήταν εκεί. Γι’ αυτό και σήμερα, σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου αναφερθεί το όνομα Νάπολη, η αυθόρμητη απάντηση θα είναι Μαραντόνα.
Στον πρώτο αγώνα του, αυτόν της Βερόνα με τη Νάπολη δεν άργησε να καταλάβει το μίσος που έτρεφαν άλλες περιοχές της Ιταλίας για τον ίδιο και τους Ναπολιτάνους. Ο Ντιέγκο Μαραντόνα δεν ήταν η προσωπικότητα που θα μπορούσε να παίξει σε ομάδες του ιταλικού Βορρά, όπως η Γιουβέντους της οικογένειας Ανιέλι, ή η Μίλαν του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, πολύ περισσότερο σε ομάδες όπως η Ρίβερ Πλέιτ και η Ρεάλ Μαδρίτης. Με την εξαίρεση της Κάλιαρι του Τζίτζι Ρίβα, η Νάπολη ήταν η μόνη ομάδα που θα μπορούσε να αμφισβητήσει τα πρωτεία του ιταλικού Βορρά και το έκανε.
Η Νάπολη τον αγάπησε μέχρι σημείου ασφυξίας, του στέρησε τον αέρα, κρεμάστηκε επάνω του και στο τέλος τον κατέστρεψε. Σε αντάλλαγμα για όλα αυτά, τον βοήθησε να γραφτεί στην ιστορία. Σε κάθε στάδιο του Βορρά, αυτό ήταν εμφανές, ιδίως στη Βερόνα, το Μιλάνο και το Μπέργκαμο. Και όσο δυνάμωνε η Νάπολη, τόσο αυξάνονταν το μίσος, με αποτέλεσμα το 1990 να υψωθεί πανό στο Σαν Σίρο που έγραφε «Χίτλερ, μετά τους Εβραίους ανέλαβε και τους Ναπολιτάνους». Ο ίδιος έδειχνε ότι αυτά δεν τον πτοούσαν. Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990 στην Ιταλία, μετά τον αγώνα του Καμερούν με την Αργεντινή και την ήττα της τελευταίας, ο Μαραντόνα έκανε μία δήλωση λέγοντας «Χάρη σε μένα, οι Μιλανέζοι έπαψαν να είναι ρατσιστές και επευφήμησαν τους Αφρικανούς».
Το 1982, η στρατιωτική χούντα της Αργεντινής αποφάσισε να επανακτήσει τα νησιά Φώκλαντ που αποτελούσαν βρετανική κτήση. Οργάνωσε μία εκστρατεία επανάκτησης, αλλά όπως οι περισσότερες στρατιωτικές δικτατορίες δεν υπολόγισε σωστά όλους τους παράγοντες. Το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν η κύρια ιμπεριαλιστική δύναμη του 19ου αιώνα και παρά το ότι μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο παραχώρησε την πρωτοκαθεδρία στις ΗΠΑ, διέθετε ακόμη κάποια χαρακτηριστικά που παραγνωρίστηκαν. Διέθετε σημαντικές στρατιωτικές δυνατότητες, έπρεπε να υπερασπιστεί την παράδοση του ανέπαφου των συνόρων της Βρετανικής Κοινοπολιτείας και εκείνη την περίοδο διέθετε και πολιτική βούληση. Με τα δεδομένα αυτά, η κυβέρνηση Θάτσερ δεν δίστασε να διεξάγει μία επιχείρηση 8.000 μίλια μακριά από τη Βρετανία και να την κερδίσει, απέναντι σε έναν στρατό σαφώς ανέτοιμο, επανακτώντας τα Φώκλαντ. Η ήττα αυτή, ήταν αβάσταχτη για τον λαό της Αργεντινής. Μετά από λίγο, η χούντα κατέρρευσε, αλλά αυτό δεν αποκαθιστούσε το εθνικό τραύμα.
Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986 στο Μεξικό, ο Ντιέγκο Μαραντόνα αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα για να εκδικηθεί για τη στρατιωτική ήττα και να ανυψώσει το ηθικό του λαού της Αργεντινής. Στον αγώνα με την Αγγλία έβαλε δύο γκολ τα οποία δεν πρόκειται να ξεχαστούν ποτέ. Το ένα ήταν με «το χέρι του Θεού» και το δεύτερο θεωρείται ως το ωραιότερο γκολ του 20ού αιώνα. Αυτά ήταν τα 4 λεπτά που σόκαραν το ποδόσφαιρο και τον κόσμο. Μετά από λίγες ημέρες, σήκωσε και το Παγκόσμιο Κύπελλο. Ήταν το δεύτερο κύπελλο για την Αργεντινή, αλλά το πρώτο που κέρδιζε σε συνθήκες ελευθερίας. Το κύπελλο του 1978 που κέρδισε η Αργεντινή μέσα στο σπίτι της είχε οργανωθεί από τη χούντα και σε αυτό ο Μαραντόνα ήταν απών, αφού ο τότε ομοσπονδιακός εκλέκτορας δεν θέλησε να του κλέψει ένας 18χρονος τη δόξα και δεν τον κάλεσε στην ομάδα για την τελική φάση των αγώνων.
Ο Σέζαρ Λουίς Μενόττι, ήταν και αυτός ένας άνθρωπος της πολιτικής και του ποδοσφαίρου και μάλιστα, αριστερών αντιλήψεων. Είχε ένα τεράστιο εγώ και μία άρρωστη υπερηφάνεια και δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι ένας 18χρονος θα έστρεφε όλη την προσοχή επάνω του και θα εμπόδιζε τον ίδιο, μέσα από την κατάκτηση του κυπέλλου, να κάνει μία πολιτική τοποθέτηση ενάντια στη χούντα, σε μία περίοδο που οι λαϊκές αντιδράσεις κατά της δικτατορίας, είχαν αρχίσει να αυξάνονται. Έξι μήνες μετά την κατάκτηση του κυπέλλου, ο Μενόττι κάλεσε πάλι τον Μαραντόνα στην εθνική ομάδα.
Όπως κάθε άλλος πολιτικός και κοινωνικός ηγέτης, ο Μαραντόνα ξεσήκωσε εναντίον του μεγάλο μίσος. Μπορεί σήμερα οι περισσότεροι να τον θαυμάζουν, αλλά τότε οι διακρίσεις ανάμεσα στην αθλητική του ιδιοφυία και στην προσωπική του ζωή, ήταν ο κανόνας, όχι η εξαίρεση. Η ίδια η Ιταλία διχάστηκε απέναντί του. Ο ιταλικός Βορράς δεν είχε μεγάλα περιθώρια ανοχής απέναντι στον ιταλικό Νότο, που συμβολοποιούσε η Νάπολη και ο Μαραντόνα. Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990 στην Ιταλία, ο εθνικός ύμνος της Αργεντινής γιουχάρονταν σε κάθε γήπεδο που έπαιζε η ομάδα, αλλά η κορύφωση του δράματος θα έρχονταν στις 3 Ιουλίου. Το προηγούμενο βράδι, ο Αντόνιο Ματαρέσσε, ο επικεφαλής της Ιταλικής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου, χρησιμοποίησε τον Τσεζάρε Κασέλα, έναν νεαρό που υπήρξε θύμα απαγωγής, για να δηλώσει ότι ο Μαραντόνα δεν τον θεωρούσε θετικό πρότυπο για τα παιδιά. Το ίδιο έκανε και ο επικεφαλής της ΦΙΦΑ Σεπ Μπλάτερ, που αργότερα θα καταδικάζονταν για διαφθορά και θα αποκλείονταν ισοβίως από το ποδόσφαιρο. Την επόμενη ημέρα, ο αγώνας της Αργεντινής με την Ιταλία στο στάδιο Σαν Πάολο της Νάπολη, οδηγήθηκε στη διαδικασία των πέναλτι. Ο Μαραντόνα σκόραρε το νικητήριο πέναλτι και η εξέδρα διαιρέθηκε ─ οι μισοί τον αποδοκίμαζαν και οι μισοί τον χειροκροτούσαν, παρά το ότι απέκλεισε την εθνική τους ομάδα. Στον τελικό της Ρώμης, οι φίλαθλοι λοιδορούσαν την Αργεντινή ασταμάτητα και από εκεί και πέρα, οι ημέρες του Ντιέγκο Μαραντόνα στην Ιταλία, ήταν μετρημένες.
Συνάντησε την πολιτική σε μία πόλη και σε μία ομάδα που βρίσκονταν πάντα στο περιθώριο. Όταν έφτασε στη Νάπολη στην κυβέρνηση βρίσκονταν η «πεντακομματική» ─μία κυβέρνηση των κεντροαριστερών και κεντροδεξιών κομμάτων, με τους Τζούλιο Αντρεότι, Μπετίνο Κράξι, Κιριάκο Ντε Μίτα, Αρνάλντο Φορλάνι και Τζιοβάνι Σπαντολίνι που διατηρήθηκε στην εξουσία την περίοδο 1981-1991─ και η ίδια η πόλη βρίσκονταν σε καλύτερη κατάσταση από ότι στο παρελθόν. Για λόγους κομματικών συσχετισμών, η πόλη είχε αποκτήσει ειδικό βάρος στον ιταλικό Νότο, υπήρχε η Banco di Napoli και ο ικανός Έντζο Σκότι ως δήμαρχος. Ο τελευταίος κατάλαβε αμέσως το τι θα σήμαινε η έλευση του Μαραντόνα στην πόλη και έκανε τα πάντα για την απόκτησή του.
Ωστόσο, ο Μαραντόνα ενσωμάτωσε μέσα του το άλλο πρόσωπο της πόλης, αυτό της φτώχιας και της δυστυχίας, των ανθρώπων που αντιμετώπιζαν το δικό του δίλημμα όταν ήταν νέος ─ είτε θα ξοδέψεις τη ζωή σου παλεύοντας για το μεροκάματο είτε θα κάνεις άλλες επιλογές.
Στις δεκαετίες του ’60, του 70 και του ’80 είχε ξεκινήσει ο αγώνας για τον παγκόσμιο Νότο και ο Μαραντόνα έμπαινε στον αγώνα αυτόν, ως ηγέτης. Αργεντινή, Νάπολη, Κούβα. Μετέφερε την πόλη στους ώμους του και την οδήγησε στη νίκη. Η Νάπολη δεν είχε νικήσει ποτέ πριν από αυτόν και δεν έχει νικήσει ακόμη, μετά από αυτόν. Ήταν ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης. Κάποτε ο Μάσιμο Ντ’ Αλέμα, μία μέτρια προσωπικότητα της Αριστεράς, παρά το ότι έγινε ο πρώτος Ιταλός πρωθυπουργός που προέρχονταν από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας, είχε δηλώσει ότι «η κεφαλή του τραπεζιού είναι εκεί που κάθομαι εγώ». Αυτό ακριβώς έκανε και ο Μαραντόνα. Η Νάπολη έγινε η πρωτεύουσα της Ιταλίας, γιατί αυτός ήταν εκεί. Γι’ αυτό και σήμερα, σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου αναφερθεί το όνομα Νάπολη, η αυθόρμητη απάντηση θα είναι Μαραντόνα.
Στον πρώτο αγώνα του, αυτόν της Βερόνα με τη Νάπολη δεν άργησε να καταλάβει το μίσος που έτρεφαν άλλες περιοχές της Ιταλίας για τον ίδιο και τους Ναπολιτάνους. Ο Ντιέγκο Μαραντόνα δεν ήταν η προσωπικότητα που θα μπορούσε να παίξει σε ομάδες του ιταλικού Βορρά, όπως η Γιουβέντους της οικογένειας Ανιέλι, ή η Μίλαν του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, πολύ περισσότερο σε ομάδες όπως η Ρίβερ Πλέιτ και η Ρεάλ Μαδρίτης. Με την εξαίρεση της Κάλιαρι του Τζίτζι Ρίβα, η Νάπολη ήταν η μόνη ομάδα που θα μπορούσε να αμφισβητήσει τα πρωτεία του ιταλικού Βορρά και το έκανε.
Η Νάπολη τον αγάπησε μέχρι σημείου ασφυξίας, του στέρησε τον αέρα, κρεμάστηκε επάνω του και στο τέλος τον κατέστρεψε. Σε αντάλλαγμα για όλα αυτά, τον βοήθησε να γραφτεί στην ιστορία. Σε κάθε στάδιο του Βορρά, αυτό ήταν εμφανές, ιδίως στη Βερόνα, το Μιλάνο και το Μπέργκαμο. Και όσο δυνάμωνε η Νάπολη, τόσο αυξάνονταν το μίσος, με αποτέλεσμα το 1990 να υψωθεί πανό στο Σαν Σίρο που έγραφε «Χίτλερ, μετά τους Εβραίους ανέλαβε και τους Ναπολιτάνους». Ο ίδιος έδειχνε ότι αυτά δεν τον πτοούσαν. Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990 στην Ιταλία, μετά τον αγώνα του Καμερούν με την Αργεντινή και την ήττα της τελευταίας, ο Μαραντόνα έκανε μία δήλωση λέγοντας «Χάρη σε μένα, οι Μιλανέζοι έπαψαν να είναι ρατσιστές και επευφήμησαν τους Αφρικανούς».
Το 1982, η στρατιωτική χούντα της Αργεντινής αποφάσισε να επανακτήσει τα νησιά Φώκλαντ που αποτελούσαν βρετανική κτήση. Οργάνωσε μία εκστρατεία επανάκτησης, αλλά όπως οι περισσότερες στρατιωτικές δικτατορίες δεν υπολόγισε σωστά όλους τους παράγοντες. Το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν η κύρια ιμπεριαλιστική δύναμη του 19ου αιώνα και παρά το ότι μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο παραχώρησε την πρωτοκαθεδρία στις ΗΠΑ, διέθετε ακόμη κάποια χαρακτηριστικά που παραγνωρίστηκαν. Διέθετε σημαντικές στρατιωτικές δυνατότητες, έπρεπε να υπερασπιστεί την παράδοση του ανέπαφου των συνόρων της Βρετανικής Κοινοπολιτείας και εκείνη την περίοδο διέθετε και πολιτική βούληση. Με τα δεδομένα αυτά, η κυβέρνηση Θάτσερ δεν δίστασε να διεξάγει μία επιχείρηση 8.000 μίλια μακριά από τη Βρετανία και να την κερδίσει, απέναντι σε έναν στρατό σαφώς ανέτοιμο, επανακτώντας τα Φώκλαντ. Η ήττα αυτή, ήταν αβάσταχτη για τον λαό της Αργεντινής. Μετά από λίγο, η χούντα κατέρρευσε, αλλά αυτό δεν αποκαθιστούσε το εθνικό τραύμα.
Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986 στο Μεξικό, ο Ντιέγκο Μαραντόνα αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα για να εκδικηθεί για τη στρατιωτική ήττα και να ανυψώσει το ηθικό του λαού της Αργεντινής. Στον αγώνα με την Αγγλία έβαλε δύο γκολ τα οποία δεν πρόκειται να ξεχαστούν ποτέ. Το ένα ήταν με «το χέρι του Θεού» και το δεύτερο θεωρείται ως το ωραιότερο γκολ του 20ού αιώνα. Αυτά ήταν τα 4 λεπτά που σόκαραν το ποδόσφαιρο και τον κόσμο. Μετά από λίγες ημέρες, σήκωσε και το Παγκόσμιο Κύπελλο. Ήταν το δεύτερο κύπελλο για την Αργεντινή, αλλά το πρώτο που κέρδιζε σε συνθήκες ελευθερίας. Το κύπελλο του 1978 που κέρδισε η Αργεντινή μέσα στο σπίτι της είχε οργανωθεί από τη χούντα και σε αυτό ο Μαραντόνα ήταν απών, αφού ο τότε ομοσπονδιακός εκλέκτορας δεν θέλησε να του κλέψει ένας 18χρονος τη δόξα και δεν τον κάλεσε στην ομάδα για την τελική φάση των αγώνων.
Ο Σέζαρ Λουίς Μενόττι, ήταν και αυτός ένας άνθρωπος της πολιτικής και του ποδοσφαίρου και μάλιστα, αριστερών αντιλήψεων. Είχε ένα τεράστιο εγώ και μία άρρωστη υπερηφάνεια και δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι ένας 18χρονος θα έστρεφε όλη την προσοχή επάνω του και θα εμπόδιζε τον ίδιο, μέσα από την κατάκτηση του κυπέλλου, να κάνει μία πολιτική τοποθέτηση ενάντια στη χούντα, σε μία περίοδο που οι λαϊκές αντιδράσεις κατά της δικτατορίας, είχαν αρχίσει να αυξάνονται. Έξι μήνες μετά την κατάκτηση του κυπέλλου, ο Μενόττι κάλεσε πάλι τον Μαραντόνα στην εθνική ομάδα.
Όπως κάθε άλλος πολιτικός και κοινωνικός ηγέτης, ο Μαραντόνα ξεσήκωσε εναντίον του μεγάλο μίσος. Μπορεί σήμερα οι περισσότεροι να τον θαυμάζουν, αλλά τότε οι διακρίσεις ανάμεσα στην αθλητική του ιδιοφυία και στην προσωπική του ζωή, ήταν ο κανόνας, όχι η εξαίρεση. Η ίδια η Ιταλία διχάστηκε απέναντί του. Ο ιταλικός Βορράς δεν είχε μεγάλα περιθώρια ανοχής απέναντι στον ιταλικό Νότο, που συμβολοποιούσε η Νάπολη και ο Μαραντόνα. Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990 στην Ιταλία, ο εθνικός ύμνος της Αργεντινής γιουχάρονταν σε κάθε γήπεδο που έπαιζε η ομάδα, αλλά η κορύφωση του δράματος θα έρχονταν στις 3 Ιουλίου. Το προηγούμενο βράδι, ο Αντόνιο Ματαρέσσε, ο επικεφαλής της Ιταλικής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου, χρησιμοποίησε τον Τσεζάρε Κασέλα, έναν νεαρό που υπήρξε θύμα απαγωγής, για να δηλώσει ότι ο Μαραντόνα δεν τον θεωρούσε θετικό πρότυπο για τα παιδιά. Το ίδιο έκανε και ο επικεφαλής της ΦΙΦΑ Σεπ Μπλάτερ, που αργότερα θα καταδικάζονταν για διαφθορά και θα αποκλείονταν ισοβίως από το ποδόσφαιρο. Την επόμενη ημέρα, ο αγώνας της Αργεντινής με την Ιταλία στο στάδιο Σαν Πάολο της Νάπολη, οδηγήθηκε στη διαδικασία των πέναλτι. Ο Μαραντόνα σκόραρε το νικητήριο πέναλτι και η εξέδρα διαιρέθηκε ─ οι μισοί τον αποδοκίμαζαν και οι μισοί τον χειροκροτούσαν, παρά το ότι απέκλεισε την εθνική τους ομάδα. Στον τελικό της Ρώμης, οι φίλαθλοι λοιδορούσαν την Αργεντινή ασταμάτητα και από εκεί και πέρα, οι ημέρες του Ντιέγκο Μαραντόνα στην Ιταλία, ήταν μετρημένες.
Ο ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΝΟΤΟΣ
Ο Ντιέγκο Μαραντόνα αποσύρθηκε από τα γήπεδα το 1997 και η απόσυρση αυτή του έδωσε την ευκαιρία να καταστεί ενεργότερος πολιτικά. Ο αγώνας για τον παγκόσμιο Νότο, περιλάμβανε για τον Μαραντόνα και έναν άλλο σταθμό, την Κούβα, του προσωπικού του φίλου Φιντέλ Κάστρο. Ο Ντιέγκο Μαραντόνα δεν ήταν κομμουνιστής με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Ήταν οπαδός της επανάστασης, του καστροϊσμού, του γκεβαρισμού, της μπολιβαριανής επανάστασης. Ήταν αυτός που έφερε, σύμφωνα με τον Εντουάρντο Γκαλεάνο τις «ανοικτές πληγές της Λατινικής Αμερικής», μαζί με τον Σαλβαντόρ Αλλιέντε.
Υποστήριξε έμπρακτα τους Σαντινίστας του Ντανιέλ Ορτέγκα στη Νικαράγουα, τον Λούλα και την Ντίλμα στη Βραζιλία, τους Κίρχνερ στην Αργεντινή ενάντια στον Μαουρίσιο Μάκρι, πρώην πρόεδρο της Μπόκα Τζούνιορς, τον Έβο Μοράλες στη Βολιβία, τον Πέπε Μουχίκα στην Ουρουγουάη, τον Ούγκο Τσάβες και τον Νικολάς Μαδούρο στη Βενεζουέλα, τον Ραφαέλ Κορέα στον Ισημερινό, τον Αλί Καφί στην Αλγερία, την ιρανική επανάσταση, αλλά κυρίως τον αγώνα των Παλαιστινίων. Τα καθεστώτα αυτά, με την εξαίρεση της Κούβας, ελάχιστη σχέση είχαν με τον κομμουνισμό. Απετέλεσαν όμως αιχμές του δόρατος του αντιιμπεριαλισμού, σημαντικούς αντιπάλους του ιμπεριαλισμού του 20ού και του 21ου αιώνα. Και ο Ντιέγκο Μαραντόνα ήταν ακριβώς αυτό, ένας συνεπής αντιιμπεριαλιστής. Τον πολέμησαν πολλές φορές, κυρίως οι ισχυροί του ποδοσφαίρου, οι οποίοι συνήθως πλαισιώνονταν από τους ηθικολόγους και τους μηδενιστές, αλλά δεν κατάφεραν να τον λυγίσουν. Σήμερα στην Αργεντινή ψάχνουν για προσωπικότητες που θα μπορούσαν να συγκριθούν μαζί του και αναφέρονται στην Εύα Περόν, τον Κάρλος Γκαρντέλ και τον Πάπα Φραγκίσκο, αλλά ο συνδυασμός του αθλητισμού με την πολιτική και την κοινωνία που εξέφραζε ο Μαραντόνα, είναι δύσκολο να υπάρξει σε άλλο πρόσωπο, εκτός από τον Μοχάμεντ Άλι.
Η μείωση του Μαραντόνα στο status του ποδοσφαιριστή, αφορά ένα μικρό μέρος της προσωπικότητάς του. Για αυτό και οι συγκρίσεις με την αμερικανική λογική του GOAT (Greatest Of All Times), δεν μπορούν να λειτουργήσουν στην περίπτωση του Ντιέγκο Μαραντόνα. Και η σύγκριση με τον Πελέ είναι αδιέξοδη. Και αυτό γιατί οι πολιτικές στάσεις των Αργεντίνων, είναι τελείως διαφορετικές από αυτές των Βραζιλιάνων. Ο Πελέ, το 1958 κερδίζοντας το πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο στη Σουηδία, εξέφραζε μία χώρα που προσπαθούσε να ξεφύγει από τα δεσμά του Τρίτου Κόσμου και να αναπτυχθεί. Ο Πελέ ακολούθησε μία συμβατική πορεία, έγινε υπουργός στην πατρίδα του, κανένας δεν αμφισβήτησε ποτέ την ποδοσφαιρική ιδιοφυία του, αλλά μέχρις εκεί ─ τα όρια του ήταν δεδομένα.
ΣΥΝΑΝΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΜΟΧΑΜΕΝΤ ΑΛΙ
Ξαναγυρνώντας στον Μοχάμεντ Άλι και στον Ντιέγκο Μαραντόνα, παρατηρούμε ότι εξέφραζαν δύο διαφορετικά ρεύματα του παγκόσμιου προοδευτικού κινήματος και της Αριστεράς.
Ο Μοχάμεντ Άλι εξέφραζε τα κινήματα των ανθρωπίνων και φυλετικών δικαιωμάτων, των ταυτοτήτων, το αντιπολεμικό ρεύμα. Εξέφραζε τον εσωτερικό αντιιμπεριαλισμό στις ΗΠΑ, τη δεκαετία του ’60, μέσα από την εναντίωση στον πόλεμο του Βιετνάμ. Αυτά για τα οποία αγωνίστηκε ο Μοχάμεντ Άλι υπάρχουν και σήμερα στις ΗΠΑ, τα κοινωνικά κινήματα, ο αντιρατσισμός, τα αιτήματα για κοινωνική δικαιοσύνη κ.λπ. Είναι αυτό που χαρακτηρίζει πάντα την αμερικανική Αριστερά, πολλά κινήματα, ελάχιστη πολιτική δυνατότητα παρέμβασης. Με ευρωπαϊκούς όρους, είναι κάτι που βρίσκεται πιο κοντά στη ριζοσπαστική Αριστερά.
Ο Ντιέγκο Μαραντόνα, εξέφραζε πάντα τον Νότο. Τον παγκόσμιο Νότο και τον Νότο μέσα στις χώρες του κέντρου του συστήματος. Για τον λόγο αυτόν, ήταν ένας δηλωμένος αντιιμπεριαλιστής που κατανοούσε ότι η υπέρβαση Βορρά-Νότου θα μπορούσε να υπάρξει μόνο μέσα από επαναστάσεις, όχι στο κέντρο του συστήματος, αλλά στην περιφέρειά του. Σήμερα στην Ευρώπη, δεν υπάρχουν πολιτικοί οργανισμοί που να βρίσκονται κοντά στα πρότυπα του Μαραντόνα. Τα κομμουνιστικά κόμματα βρίσκονται σε παρακμή και ο αντιιμπεριαλιστικός σοσιαλισμός, έχει εκφυλιστεί σε σοσιαλδημοκρατία.
Ωστόσο, όσο υπάρχει Βορράς και Νότος στον κόσμο και σε κάθε χώρα ξεχωριστά, τα παραδείγματα του Μοχάμεντ Άλι και του Ντιέγκο Μαραντόνα θα εξακολουθούν να είναι ζωντανά.
Όσο για την ποδοσφαιρική του αξία, ας αρκεστούμε σε αυτό που είπε ο Ερίκ Καντονά: «Σε εκατό χρόνια, όταν μιλάμε για το ποδόσφαιρο θα μιλάμε για τον Μαραντόνα, όπως και σήμερα όταν μιλάμε για μουσική, μιλάμε για τον Μότσαρτ».