Ο Θανάσης Κολιτσιδάκης μίλησε στην SportDay για την έλευσή του με πατερίτσες στην Παιανία και το έπος του Άμστερνταμ, για τα δύο αξέχαστα ντέρμπι της ζωής του, τους δύο επιθετικούς που τον δυσκόλευαν, τον Ευγένιο Γκέραρντ και τον σημερινό Παναθηναϊκό του Ιβάν Γιοβάνοβιτς.
Το προσωνύμιο «Κόναν», οι φωνές του Ανδρέα Λαγωνικάκη στο «Καραϊσκάκη», η λατρεία του κόσμου και η συνεργασία του με τον Νίκο Νιόπλια στον πάγκο του Ατρόμητου.
O Θανάσης Κολιτσιδάκης, ξεκίνησε από τον ΠΑΟΚ Σταυρού στη Θεσσαλονίκη, τον ανακάλυψε εκεί ο Χρήστος Λαμπάδας (σκάουτερ με τα δεδομένα της εποχής) και τον έστειλε στον Απόλλωνα Αθηνών για να δοκιμαστεί. Μετά από τρία φιλικά, πέρασε το «τεστ» και έμεινε στην «Ελαφρά Ταξιαρχία», που εκείνη τη χρονιά είχε ανέβει από την β' εθνική. Προσαρμόστηκε αμέσως στις απαιτήσεις της ομάδας αλλά και της μεγάλης κατηγορίας και μέσα σε διάστημα έξι μηνών, εξασφάλισε τη συμμετοχή του στην ενδεκάδα ως βασικός, κάτι που συνέβη τέσσερα χρόνια μετά και στην Εθνική ομάδα. Σε μία πενταετία ήρθε η μεταγραφή στον Παναθηναϊκό. Στην καριέρα του, έχει σημειώσει ένα ιδιαίτερο ρεκόρ, καθώς έχει παίξει πάνω από 100 φορές, με τη φανέλα τριών διαφορετικών ομάδων (Απόλλων, Παναθηναϊκός, ΟΦΗ) στην Α' Εθνική, με σύνολο συμμετοχών 412.
Στους «Πράσινους» έφτασε τον Δεκέμβριο του 1994, με πατερίτσες καθώς είχε σπάσει το πόδι του και αγωνίστηκε μετά από ένα μήνα και μάλιστα έκανε ντεμπούτο σε ντέρμπι μέσα στη Νέα Φιλαδέλφεια κόντρα στην ΑΕΚ.
«Στον Παναθηναϊκό έζησα μαγικά χρόνια. Εμένα έτσι μου φαινόταν και νομίζω και σε όλους όσοι ήμασταν τότε στην ομάδα. Είχαμε μία πολύ καλή ομάδα, δεμένη, με ισχυρούς δεσμούς, προστατευμένη, με μία ισχυρή διοίκηση από τον Γιώργο Βαρδινογιάννη. Είχαμε έναν πολύ καλό προπονητή, που ήταν και «ψυχολόγος», τον Χουάν Ραμόν Ρότσα και είχε τον τρόπο του να κρατάει τα αποδυτήρια. Και έναν πολύ καλό γυμναστή τον Γιώργο Βαμβακά που ήταν μπροστά από την εποχή του επαγγελματικά. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την ποιότητα των ποδοσφαιριστών, έφεραν αυτή την πορεία, για δυόμιση χρόνια ασταμάτητα, όπου κατακτήσαμε 2 Πρωταθλήματα, 2 Κύπελλα και 1 Σούπερ Καπ, με αποκορύφωμα την πορεία μέχρι τα ημιτελικά με τον Άγιαξ».
-«Κόναν», «Νίντζα», «Βουνό» κι ο Ουζουνίδης... Αλησμόνητη αμυντική γραμμή του Παναθηναϊκού. Τί χημεία ήταν αυτή;
«Τότε όπως θυμάστε παίζαμε τριάδα στην άμυνα. Καταρχάς είχαμε έναν τεράστιο τερματοφύλακα. Τον Γιόζεφ Βάντσικ. Εγώ με τον Γιάννη στα στόπερ και ο Μαρίνος Ουζουνίδης λίμπερο. Λένε ότι αυτή αμυντική γραμμή ήταν μία από τις καλύτερες που είχε ποτέ ο Παναθηναϊκός».
-Με τον Γιάννη Καλιτζάκη ήσασταν απροσπέλαστοι και ένα πολύ χαρακτηριστικό δίδυμο. Ή η μπάλα ή ο παίκτης, που λέμε;
«Κάπως έτσι! (γέλια). Ο Καλιτζάκης είναι ένα απίστευτα καλό παιδί, που μέσα στο γήπεδο μεταμορφωνόταν. Ήμασταν πολύ... κακοί μέσα στο γήπεδο γιατί μόνο έτσι επιβιώνεις όταν έχεις να αντιμετωπίσεις ουσιαστικά τους καλύτερους παίκτες της αντίπαλης ομάδας. Με τον Γιάννη είχαμε βρει τον τρόπο μας και είχαμε και τον Μαρίνο, μια ήρεμη δύναμη πίσω από εμάς και όποιος κατάφερνε να περάσει από εμάς, σταματούσε ή σε εκείνον ή στον Γιόζεφ.
Το λένε όλοι οι προπονητές. Τους τίτλους τους δίνει η άμυνα. Πώς πήρε πρωτάθλημα η Σίτι και η Λίβερπουλ; Τώρα πια πιο πολλά χρήματα επενδύουν οι ομάδες για αμυντικούς παρά για επιθετικούς. Είναι δύσκολο να βρεις τοπ επιπέδου αμυντικούς και για αυτό τους πληρώνουν και αδρά πια οι ομάδες».
Αν υπήρξε κάποιος παίκτης που τον ενέπνευσε όταν ήταν πιτσιρικάς:
«Είχα σαν πρότυπο ένας παίκτη της Άιντραχτ Φρανκούρτης, τον Μπρούνο Πετσάι, στόπερ, μου άρεσε το στυλ του και ήταν μία πολύ χαρακτηριστική μορφή. Είχε κληρωθεί ο ΠΑΟΚ τότε με τους Γερμανούς κι εγώ ως Θεσσαλονικιός υποστήριζα τον ΠΑΟΚ. Τώρα φυσικά είμαι Παναθηναϊκός, μετά τα όσα έζησα και το δέσιμο που είχα με τον κόσμο της ομάδας.
Οι πιο δύσκολοι επιθετικοί που είχε αντιμετωπίσει:
«Στην Ελλάδα, όσο έπαιζα στον Παναθηναϊκό, με δυσκόλευε πολύ ο Ίλια Ίβιτς και ο Ντέμης Νικολαΐδης. Ήταν δύο πολύ καλοί παίκτες, ο καθένας με τα δικά του χαρακτηριστικά. Ο Ίβιτς είχε εξαιρετική τεχνική και μπορούσε εύκολα να σου ξεφύγει, αλλά δεν ήταν τόσο χαρισματικός στο σκοράρισμα όπως ο Νικολαΐδης, που ήταν πιο βραχύσωμος και πολύ επικίνδυνος μέσα στην περιοχή. Αυτός ο παίκτης που θαύμαζα ήταν ο Μαραντόνα και τον βρήκαμε και ως αντίπαλο στο Μουντιάλ στην Αμερική».
Ποια ντέρμπι ξεχωρίζει από τα πολλά στα οποία αγωνίστηκε:
«Εμένα μου έχουν μείνει δύο παιχνίδια. Καταρχάς εμάς τότε η κόντρα μας ήταν με την ΑΕΚ. Γιατί προερχόταν από τρία συνεχόμενα πρωταθλήματα. Μία πολύ ομάδα καλή με τον Ντούσαν Μπάγιεβιτς στον πάγκο και εμείς της σπάσαμε την κυριαρχία κατακτώντας δύο συνεχόμενες χρονιές τον τίτλο.
Θυμάμαι το δεύτερο πρωτάθλημα που πήραμε to 1996, με την κεφαλιά του Μπορέλι μετά από σέντρα του Γεωργιάδη (του Σάββα) κι εμένα να έχω παρατήσει το παιχνίδι και να χορεύω μπροστά στους φιλάθλους μας.
Και το παιχνίδι με τον Ολυμπιακό στο Κύπελλο το 1995, που είχαμε χάσει με 2-1 στο ΟΑΚΑ και κερδίσαμε μέσα στο «Καραΐσκάκη» με 3-2. Θυμάμαι τότε όταν ο Βαζέχα έκανε το 3-2, τον Ανδρέα Λαγωνικάκη, που δεν είχε καταλάβει πόσα γκολ χρειαζόταν να πετύχουμε, να λέει «πάρτε γρήγορα τη μπάλα να βάλουμε κι άλλο γκολ να προκριθούμε» και του λέω, φτάνει, δεν χρειαζόμαστε άλλο γκολ, περνάμε!»
Και μετά ακολούθησε το «έπος του Άμστερνταμ»...
«Η ομάδα το πίστευε από την αρχή. Καταρχάς, ο Παναθηναϊκός διαχρονικά είχε στο dna του την Ευρώπη και για αυτό υπήρξαν ευρωπαϊκές πορείες και πριν από εμάς και μετά. Εμείς συνειδητοποιήσαμε ότι μπορούμε να φτάσουμε ψηλά, όταν ακόμα ήμασταν στον όμιλο. Αντιμετωπίζοντας ισχυρές ομάδες και με τα παιχνίδια που είχαμε κάνει και με τα αποτελέσματα που είχαμε φέρει, σε συνδυασμό με την παρουσία μας στο ελληνικό πρωτάθλημα, πιστεύαμε πολύ στις δυνατότητές μας. Δεν μας άγχωνε το όνομα του αντιπάλου τότε. Είτε ήταν η Λέγκια, είτε ήταν ο Άγιαξ. Μπορούσαμε να διαχειριστούμε τα συναισθήματά μας, είτε μετά από μία μεγάλη νίκη, είτε μετά από μία ήττα. Είχαμε σταθερότητα. Είχαμε εμπιστοσύνη στον προπονητή, στην διοίκηση και γενικά στην ομάδα. Αυτό ήταν το μυστικό της επιτυχίας εκείνη την περίοδο».
«Το παιχνίδι που έχω ζήσει πιο έντονα στη ζωή μου σε εκείνη την πορεία, ήταν αναμφισβήτητα αυτό με τον Άγιαξ. Όχι βέβαια ότι αυτό με την Πόρτο δεν ήταν εξίσου έντονο, αλλά ήταν ημιτελικός κόντρα σε μία τεράστια ομάδα, που είχε κατακτήσει το Champions League την περασμένη χρονιά και ήταν μία από τις καλύτερες ομάδες, αν όχι η καλύτερη που είχε βγάλει ο Άγιαξ. Άλλωστε οι περισσότεροι παίκτες του μετά συνέχισαν την καριέρα τους στη Ρεάλ, στην Μπαρσελόνα, στη Γιουβέντους, στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και σε όλες τις κορυφαίες ομάδες της Ευρώπης.
Και μάλιστα, το γεγονός ότι αυτό ήταν το τελευταίο παιχνίδι τους σε εκείνο το γήπεδο και θα μείνει χαραγμένο για πάντα στην Ιστορία τους, το κάνει ακόμα πιο σημαντικό! Ο Άγιαξ θα μας θυμάται για μια ζωή! Όσοι βρεθήκαμε στο Άμστερνταμ τότε, είτε οι ποδοσφαιριστές, είτε ο προπονητής, είτε οι φίλαθλοι, κανείς δεν θα το ξεχάσει ποτέ».
-Πώς ήταν το βράδυ, μετά από το μεγάλο «διπλό», που... πάγωσε το Άμστερνταμ;
«Ισχύει αυτό που είπα πριν. Χαρήκαμε για τη νίκη αλλά χωρίς να υπάρχει ένα εξωπραγματικό κλίμα, γιατί το πιστεύαμε από πριν, όσο κι αν σας φαίνεται περίεργο αυτό. Και στον επαναληπτικό στο Ολυμπιακό Στάδιο, είχαμε πίστη αλλά δεν μας βγήκε εκείνο το ματς. Αναμφισβήτητα ο Άγιαξ ήταν καλύτερη ομάδα από εμάς και είναι δύσκολο σε διπλά παιχνίδια να κερδίσεις και τα δύο. Η παρουσία του κόσμου δε μπορώ να πω ότι μας άγχωσε, γιατί είχαμε συνηθίσει να παίζουμε σε γεμάτα γήπεδα εκείνη την εποχή. Είχαμε κάποιες απουσίες, δεχτήκαμε γκολ πολύ γρήγορα και μετά οι Ολλανδοί διαχειρίστηκαν το παιχνίδι καλύτερα από εμάς.
Θα το πω για πρώτη φορά. Τότε ένιωθα ότι στην Αθήνα είμαι πρωθυπουργός, τόση μεγάλη ήταν η λατρεία που μας έδειχνε ο κόσμος. Νομίζω το ίδιο αισθανόταν και οι υπόλοιποι στην ομάδα. Και οπουδήποτε στην Ελλάδα αυτή την εποχή, οι εκδηλώσεις του κόσμου ήταν πολύ χαρακτηριστικές».
Μετά τον Παναθηναϊκό, ο Θανάσης Κολιτσιδάκης επέστρεψε για λίγο στον Απόλλωνα και μετά πήγε στον ΟΦΗ, όπου έπαιζε μέχρι τα 39 του, κάτι ασυνήθιστο για εκείνη την εποχή. Τί θυμάται από εκείνη την περίοδο αλλά και τον χαρισματικό Ευγένιο Γκέραρντ:
«Πήγα στο ΟΦΗ για δύο χρόνια και να κλείσω την καριέρα μου και έμεινα έξι. Μία ομάδα πολύ καλή, πολύ οργανωμένη τότε. Πάντα όταν πήγαινα σε μία ομάδα με ενδιέφεραν πολύ οι συνθήκες εργασίας ώστε να μπορείς να δουλέψεις απερίσπαστα και ο ΟΦΗ το είχε αυτό. Τώρα πάει να το ξαναβρεί.
Ήταν μεγάλη εμπειρία για εμένα να γνωρίσω και να συνεργαστώ με τον Ευγένιο Γκέραρντ, μια τεράστια μορφή στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Ολλανδός αλλά πολιτογραφημένος Κρητικός. Δεν τον έζησα πολύ, αλλά εκείνη τη χρονιά βγήκαμε κι Ευρώπη. Την επόμενη χρονιά ανέλαβε το πόστο του τεχνικού διευθυντή και μετά κάπου το έχασε η ομάδα. Ακολούθησαν πολλές αλλαγές προπονητών, προέδρων και είχαμε τα αποτελέσματα που είδαμε μετά στη συνέχεια, να πέφτει και στις μικρότερες κατηγορίες. Ο ΟΦΗ είναι μια σπουδαία ομάδα και τώρα που βρήκε έναν επενδυτή, γίνονται ωραία πράγματα και πιστεύω θα επιστρέψει πάλι εκεί που ήταν, αν συνεχίσουν έτσι.
Με τον προπονητή τους, τον Νίκο Νιόπλια είχαμε πολύ καλή συνεργασία όταν ήμασταν στον Ατρόμητο και αυτό φάνηκε και στα αποτελέσματα. Τότε η ομάδα βγήκε Ευρώπη ενώ πριν ήταν πολύ χαμηλά στη βαθμολογία. Είχαμε κάποια σπουδαία παιχνίδια, κερδίζοντας τον ΠΑΟΚ και εντός και εκτός και στα πλέι οφ. Και τον Παναθηναϊκό. Τη χάρηκα αυτή τη συνεργασία.
Ο ΟΦΗ φέτος είναι μια καινούργια ομάδα και θέλει δουλειά αλλά ο Νίκος είναι έμπειρος. Πιστεύω το διπλό στο Αγρίνιο θα τους βοηθήσει πολύ ενόψει της συνέχειας. Έχει καλό ρόστερ».
Πώς βλέπει σήμερα τον Παναθηναϊκό και τί θυμάται από τον Ιβάν Γιοβάνοβιτς όταν τον αντιμετώπιζε ως αντίπαλο;
«Ήταν ένας παίκτης εγκεφαλικός ο Γιοβάνονιτς, που οργάνωνε το παιχνίδι, ήταν πολύ καλός στα στημένα και γενικά ήταν ένας οργανωτής του παιχνιδιού του Ηρακλή. Σήμερα βλέπω ότι προσπαθεί να περάσει σωστά στοιχεία στον Παναθηναϊκό και να αλλάξει μία κακή νοοτροπία που υπήρχε τα προηγούμενα χρόνια. Είδαμε ότι παίζει ο ένας για τον άλλο, όπως στο παιχνίδι με τον Ιωνικό που ο Καρλίτος άφησε το πέναλτι στον Παλάσιος για να βάλει το πρώτο του γκολ και να ανέβει η ψυχολογία του και να βοηθήσει την ομάδα. Στον φετινό Παναθηναϊκό, μου αρέσουν πολύ ο Αλεξαδρόπουλος και ο Ιωαννίδης. Ο Αλεξανδρόπουλος έχει ήδη καταφέρει να καθιερωθεί και πιστεύω ότι σε λίγα χρόνια ο Ιωαννίδης θα είναι ο βασικός σέντερ φορ του Παναθηναϊκού. Αυτά τα δύο παιδιά αξίζουν πραγματικά να στηριχθεί επάνω τους ο Παναθηναϊκός στο μέλλον».